Sexy θηλυκό που προκαλεί σεισμό στο πέρασμά του.
- Πήγα με μια σεισμομούνα όλα τα λεφτά. Μου τον πήρε λαμπάδα και μου τον επέστρεψε καμένο φιτίλι!
Sexy θηλυκό που προκαλεί σεισμό στο πέρασμά του.
- Πήγα με μια σεισμομούνα όλα τα λεφτά. Μου τον πήρε λαμπάδα και μου τον επέστρεψε καμένο φιτίλι!
Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Νεαρός άντρας. Προέρχεται από τα «γκαλιαρντά», τη διάλεκτο του αδερφάτου.
Τι να σου λέω μωρή, ένα τεκνό μούρλια. Μούσκεψα την κυλότα μου σου λέω.
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας που έλκεται ερωτικά από την πεθερά του.
-Την είδες τη μάνα της Τασίας; Πεθεραστής θα γίνει ο Κώστας.
Got a better definition? Add it!
...Ο αυνανιζόμενος με τον κλασικό τρόπο, εκτελών παλίνδρομον κίνησιν!...
(Προφανώς νησιώτικο, που συμπλέκει την«τρόμπα» άντλησης νερού από τη βάρκα, που έχει χαρακτηριστική κίνηση, και «μαρίνα» - το μέρος σύναξης σκαφών..)
... -Άστον τον τρόμπα, ρε...
... -Καλά, μ' αυτόν ασχολείσαι; Αυτός είναι τρομπαμαρίνας!!
τρόμπα μαρίνα ονομαζόταν παλιά η μπουρού (τηλεβόας) που διέθεταν τα ναυτικά σκάφη (κυρίως του πολεμικού ναυτικού). Δούλευε με αέρα και μάλιστα στα παλιότερα σκάφη, με μία ειδικού τύπου χειροκίνητη τρόμπα. Ως slang, σήμαινε θορυβώδη (φωνακλού) γυναίκα. Αδόκιμα στο αρσενικό (τρομπομαρίνας), τον θορυβώδη άνθρωπο. Με τον καιρό εξελίχτηκε και συγχωνεύτηκε με τον όρο «τρόμπας» που καμία σχέση δεν είχε μέχρι πρότινος. Χρησιμοποιείται ακόμα από λιγοστούς με την αρχική έννοια, ωστόσο ευρύτερα έχει πια τον ορισμό που έδωσε ο black_hawk.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο αμφιφυλόφιλος, ο αρεσκόμενος τόσο να τον «δίνει» όσο και να τον «παίρνει», (με άτομα του ίδιου φύλου, βεβαίως-βεβαίως!).
Στην καθομιλουμένη, κάτι χειρότερο από τον πούστη, υπό την έννοια ότι ο ένας έχει προκαθορισμένα «γούστα», ενώ ο άλλος είναι «απρόβλεπτος».
- Ωχουουου!!!! Άσε με που μου αναφέρεις αυτόν τον μπινέ.
- Ξέρεις τι μπινές είναι αυτός... Μακριά!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο έχων ως αντικείμενο το εμπόριο τσόντας, εισαγωγές, εξαγωγές, παραγωγές κτλ. Καταχρηστικά ονομάζουμε και τον κολλητό μας με μεγάλη συλλογή τσοντών, που αντιγράφει σε όλους.
- Μεγάλος τσοντέμπορας ο Τάκης. Μιλάμε κατεβάζει ίσα με 20 γκιγκαμπάιτς τσόντες την ημέρα!
Got a better definition? Add it!
Ο χαμηλών στάνταρ γενικά μεν, άξιος γαμησιού δε.
- Η γκόμενα δεν είναι καν γαμήσιμη φίλε... δεν είναι ΚΑΝ γαμήσιμη!
Βλ. και γαμισάμπλ, αξιαγάμητος/-η, φακάμπλ, fuckable, ευγαμήσιμη.
Got a better definition? Add it!
Η παρτόλα, η γυναίκα που πάει με όλους.
Η Σούλα είναι σαν το ποδήλατο του χωριού: όλοι το έχουν πάρει μια βόλτα...
Βλ. και ψωλοκρεμάστρα, πασαγαμιόλα
Got a better definition? Add it!
Ο γαμίκουλας, που γαμεί πολύ.
- Έχω πάει με... μπορεί και 140 γυναίκες...
- Ίσα ρε γαμίκλα...
Got a better definition? Add it!
Το γυναικείο σώβρακο τύπου string που φαίνεται περισσότερο απ' όσο πρακτικά χρειάζεται.
- Κοίτα κοίτα τη σερβιτόρα! Τι στρινγκαδούρα είναι αυτή ρε...
Got a better definition? Add it!