Ο έχων συχνοουρία. Χρησιμοποιείται κατά κόρον στις ακόλουθες περιπτώσεις:
1. Χαϊδευτικά για τα μωρά που κατουράνε τις πάνες τους.
2. Για όσους κατουριούνται πάνω τους.
3. Για τους δειλούς και φοβητσιάρηδες, που επιδεικνύουν ανοιχτά έλλειψη θάρρους.

1.

Μάνα προς παιδί:
Τι έχουμε εδώ, τι έκανε ο κατουρλής μου.

2.

- Πάμε να φύγουμε, είδα κάτι αναρχικούς στο δρόμο.
- Ρε μαλάκες κατουρλήδες, τα κλάσατε; Μην κάνετε σαν κωλόγριες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγούρι θεωρείται το τυπάκι που ιδρώνει συνεχώς, παραπονιέται πάντα για τη ζέστη και κυκλοφορεί κάθε καλοκαίρι με ένα χαρτομάντιλο στο χέρι... είναι συνήθως ψηλός και λεπτός.

-Κοίτα πως ίδρωσε πάλι ο μαλάκας ο Παντέλος!
- Σαν το αγγούρι έγινε πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που δε βλέπει καλά ή καθόλου, με μεγάλη μυωπία ή τυφλός.

Λάκης: Πού ν'τη ρε;
Σάκης: Να ρε εκεί...
Λάκης: Πού μωρέ;
Σάκης: Εκεί ρε, εκεί...
Λάκης: Δεν τη βλέπω, πού...;

Ο Λάκης είναι τυφλοτσόγκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified