Στα καλιαρντά είναι ο εργένης, ο μπεκιάρης. Από το ιταλικό solo (= μόνος) και το τεκνό.

Τ’ αδέρφια μου, μεγαλύτερα, δύο αγόρια. Ο Άγης, ένας παίδαρος, θεολάτσα, οικοδόμος, πήγαινε στη Γερμανία, μάζευε λίγα μπερντέ, ερχόταν πίσω στην πατρίδα, τα έτρωγε με τις γκόμενες, γιατί ήταν μπουτ μουτζοτός, μπουτ μουνάκιας, πάλι καβαλούσε το τρένο και γύριζε πίσω εμιγκρές. Δος του καυλομαξίλαρο και πάρ’ του την ψυχή. Μια δόση έβγαλε καλά φράγκα και μου πήγε στον Μουτζότοπο να τα γλεντήσει, τα ξόδεψε στις σαρμούτες και στις καρακαλτάκες κι έμεινε στο φινάλε ταπί και ψύχραιμος. Οι σούπερ αντρουά λατσεύονται τον Μουτζότοπο κι εμείς οι καραλουμπίνες τον Τζιναβότοπο, το Αδερφοχώρι. Καλόψυχο πλάσμα ο Άγης μας αλλά απότομος χαρακτήρας. Ούτε για στεφάνι έκανε, γέρασε κι ακόμη μπεκιάρης κάθεται, σολότεκνο. Ήτανε μπερδεμένος και με την Αριστερά, με τους λαϊκούς αγώνες. (Αποκατέ).

(από Khan, 07/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάληξη των κόμικ Λούκυ Λουκ χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος είναι μόνος του σε μια προσπάθεια και δεν βρίσκει συμπαράσταση από κανέναν.

Όπως όταν λέμε: «Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη».

Ωχ αδερφέ! Εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα; Αφού το βλέπετε ότι είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που είναι περιθωριοποιημένος από τον κόσμο και εργάζεται εγκλωβισμένος μέσα στο σπίτι του, περιστοιχισμένος από στοίβες χαρτιά και βιβλία. Αυτός ο όρος προέρχεται από τον ρόλο του συμβολαιογράφου Τάπα, που έπαιξε σε παλιό ελληνικό ασπρόμαυρο σήριαλ ο Βασίλης Διαμαντόπουλος. Το έργο αναφερόταν στην Κεφαλλονιά του 19ου αιώνα.

- Ρε Τάπα, βγες και λίγο έξω από το σπίτι, θα σκουριάσεις εδώ μέσα. Αχ και να είχα τα νιάτα σου...

Ο Ψάλτης στο σήριαλ Συμβολαιογράφος (από GATZMAN, 16/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified