(αλλιώς τυρόγαλο): λέγεται ο Λαρισαίος, -α.
- Τι έγινε ρε φίλε με την γκόμενα χτες;
- Άσε ρε, τι να μας πει το τυρί;
(αλλιώς τυρόγαλο): λέγεται ο Λαρισαίος, -α.
- Τι έγινε ρε φίλε με την γκόμενα χτες;
- Άσε ρε, τι να μας πει το τυρί;
Got a better definition? Add it!
Ο Λαρισαίος.
Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.
Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.
- Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
- Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.
- Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
- Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified