Στην αργό των οικοδόμων είναι το ειδικού τύπου φορτηγό, όπου είναι κατάλληλα κατασκευασμένο για τη μεταφορά μπετό από το εργοστάσιο παρασκευής έτοιμου μπετό μέχρι και την οικοδομή ή το εργοτάξιο. Ετυμολογείτε από το ιταλικό: barella.

- Μαστρό-Τρύφωνα τι ώρα θα 'ρθει η βαρέλα; Έχουμε και σπίτια!

βαρέλες

Got a better definition? Add it!

Published

Στην αργκό των οικοδόμων έτσι λέγεται ο διακόπτης με δύο ή τρία κουμπιά που το κάθε από αυτά ανοίγει μία διαφορετική σειρά από φώτα στον ίδιο χώρο ή διπλανούς χώρους. Ετυμολογείται από το γαλλικό commutateur που σημαίνει το διακόπτη γενικότερα.

-Αλλάξαμε τα κομιτατέρ κάτω γιατί δεν ανάβανε όλες οι λάμπες στα πατάρια.

κομιτατέρ με τρία κουμπιάκομιτατέρ με τρία κουμπιά κομιτατέρ με δύο κουμπιά σε vintage στυλκομιτατέρ με δύο κουμπιά σε vintage στυλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξύλινο καδρόνι/δοκάρι τετράγωνης διατομής που χρησιμοποιείται σε οικοδομικές εργασίες, συχνά στο καλούπωμα για αντιστήριξη του ξυλότυπου.

Το Βικιλεξικό προτείνει δύο ετυμολογίες, από τα γαλλικά και τα ιταλικά:

  1. λατάκι < γαλλική latte (σανίδα) < αρχαία γαλλικά latte < αρχαία φραγκικά *latta < πρωτογερμανικά *lattō(n) / *laþþō(n) / *laþēn < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) (s)lat- (δοκάρι, κούτσουρο)
  2. λατάκι < ιταλική latta (τενεκεδάκι, κονσέρβα)

εδώ

Σε ελληνικούς εξειδικευμένους με την ξυλεία ιστοτόπους υποννοείται (και εδώ υποστηρίζεται ρητά) η προέλευση από το «έλατο», καθώς πρόκειται για ξυλεία ελάτου ή πεύκου: λατάκι<ελατάκι<έλατο.

Εδώ (στο σχόλιο 29) υποστηρίζεται το εξής: «Πληροφοριακά, λατάκι οι οικοδόμοι λένε ένα σανίδι που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα < τουρκ. lata:πηχάκι». Πρέπει όμως να σημειωθεί πως η τουρκική λέξη lata φαίνεται ότι σημαίνει σανίδα και όχι καδρόνι ή δοκάρι. Με αυτήν μάλιστα τη σημασία (σανίδα) θυμίζει πολύ την γαλλική λέξη latte, πιο πάνω.

Τολμώ να πω ότι δεν μου είναι απόλυτα πειστική κάποια από τις προαναφερθείσες θέσεις για την ετυμολογία της λέξης.

  1. Από εδώ, ως προσθήκη στον ορισμό:

Λατάκι

1) Κομμάτι ξύλου τετραγωνικής διατομής 7,5 Χ 7,5 εκ. (αλλά υπάρχουν και 8Χ8εκ) που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα. Δεν έρχεται σε επαφή με το μπετόν γιατί η χρήση του είναι για ενίσχυση του πετσώματος (ξυλότυπου). Κατά τη διάρκεια της ζωής του θα κοπεί αρκετές φορές κι όταν το μήκος του πέσει κάτω από 1μ, θα λέγεται μπαγάς.

2) Ξύλο ορθογωνικής διατομής που χρησιμοποιείται για αντιστήριξη (κόντρα) του ξυλότυπου στο καλούπωμα.

  1. Από εδώ:

Ναι, ενιαία σκυροδέτηση κορμού-πέλματος και το εκπληκτικό είναι ότι δεν έχει ούτε ένα λατάκι μέσα στην πεδιλοδοκό.

(από patsis, 23/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλός τοίχος, στην ουσία τσιμεντένιος και συνεχής φράχτης.

Εξαιρετικά χρήσιμος για τα πιτσιρίκια να κάθονται να τρώνε παγωτό και για τους εφήβους να κάθονται αντιμέτωπα και να χαμουρεύονται.

Η μαμά στον πιτσιρικά της:
- Βρασίίίδααααα! Κατέβα από το μπεντένι πουλάκι μου, γιατί άμα πέσεις και χτυπήσεις και ανοίξει το κεφάλι σου, θα σε σκοτώσω!

(από mafie, 27/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενίοτε εργοταξιακός ή και ναυτικός-βαπορίσιος (ανάλογα με το πού βρίσκεσαι).

Δεν διαφέρει σε τίποτα με τον κανονικό στιγμιαίο καφέ, νες ή φραπέ (δεν ισχύει για άλλου είδους καφέδες), παρά μόνο στον τρόπο ανακατέματος-χτυπήματος. Κοινώς, είσαι στην οικοδομή, δεν παίζει να κουβαλήσεις μαζί σου μιξεράκι και η γυναίκα σου ξέχασε να σου βάλει το σέικερ. Δεν πίνεις καφέ; Όχι βεβαίως. Παίρνεις δυο πλαστικά ποτηράκια, ε του πούστη, κάπου θα βρεις, και ρίχνεις τον καφέ με το νερό από το ένα ποτήρι στο άλλο (αρκετές φορές) καταφέρνοντας έτσι την τέλεια, λέμε τώρα, ανάμιξη. Βέβαια να μην περιμένουμε να κάνει και ΤΟΝ αφρό, μην το χέσουμε κιόλας, αλλά από τον αχτύπητο είναι καλύτερος.

Η ετυμολογία θαρρώ είναι αυτονόητη.

Ρε πούστη μου πάλι ξέχασα το σέικερ, έχει κανένας ποτήρια να κάνουμε κανένα οικοδομικό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γερανός που τοποθετείται σε φορτηγό ακριβώς πίσω από την καμπίνα του οδηγού, χρησιμοποιείται για οικοδομικές και άλλες εργασίες. Το ονόμασαν έτσι μάλλον γιατί η άκρη του (ο γάτζος) με λίγη φαντασία θυμίζει τη μύτη του συμπαθούς πτηνού. Χρησιμοποιείτε για εργασίες και στο σιδηρόδρομο από ότι παρατήρησε ο γράφοντας. Άγνωστο αν το λένε έτσι εκτός από τους οικοδόμους και εργάτες και άλλων κλάδων.

Πήρα ένα φορτηγό, με παπαγάλο, μεταχειρισμένο, από Γερμανία, μιλάμε για σκυλί...

unimog με παπαγάλο φορτηγά με παπαγαλάκια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε οι οικοδόμοι το πτυσσόμενο ξύλινο μέτρο. Ετυμολογείτε το πιθανότερο από το ιταλικό passeto που σημαίνει το μικρό βήμα και το pes μια ρωμαϊκή μονάδα μήκους, που αντιστοιχεί περίπου με ένα πόδι (foot). Αν και υπάρχουν και πλαστικά πτυσσόμενα μέτρα ο οικοδόμος ο σωστός έχει αποκλειστικά ξύλινο, όπως ο υδραυλικός ο σωστός χρησιμοποιεί στις σωληνώσεις καννάβι και σάλιο αντί του φλώρικου τεφλόν...

-Μαστρομήτσο πιάσε το πάσετο.

πάσετο

Got a better definition? Add it!

Published

Ετοιμάζω ένα χαρμάνι αναμειγνύοντας το "με το χέρι" κι όχι με τη μπετονιέρα.

-Όσο εμείς σπάμε το χαρμάνι κυρά-Μαρία εσύ ψήσε τα καφεδάκια. Ντάξει;

Got a better definition? Add it!

Published

Η τελευταία σειρά από τούβλα σε ένα τοίχο, τοποθετημένη λοξά κι όχι οριζόντια όπως οι υπόλοιπες σειρές. Το σφήνωμα είναι απολύτως απαραίτητο σε κάθε τοιχοποιία και χωρίς αυτό ο τοίχος θα έχει δραματικά χαλαρή ή καθόλου σύνδεση με το δοκάρι.

-Ούτε κοτέτσι δε χτίζουμε χωρίς σφήνωμα να του πεις του εγκληματία, θα πέσουν οι τοίχοι και θα σας πλακώσουν.

σφήνωμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε οι οικοδόμοι το τζάμι σε κάποιο παράθυρο ή ακόμα και το ίδιο το παράθυρο ή το τζάμι της μπαλκονόπορτας.

-Πολύ τζαμιλίκι γύρω γύρω... Για να μπαίνει το φως ε;

Got a better definition? Add it!

Published