Χρησιμοποιείται για να πεις σε κάποιον ότι δεν μπορεί να σου κάνει τίποτα σε στιγμές εκνευρισμού και έντονου θυμού.

- Ρε Κώστα, μουνόπανο, άμα έρθω εκεί, θα σου γαμήσω όλη την οικογένεια!
- Πάρε φόρα να μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, παλιοκαριόλη!

Ο Γεράσιμος Γιακουμάτος! Στο 1:31! (από patsis, 30/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται από κορίτσια αγροτικών περιοχών στην ερώτηση «τι εργαλείο είσαι εσύ;». Επίσης, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ώς απάντηση και άλλα γεωργικά αντικείμενα.

(Περνάει η Άννα απ' την πλατεία φτιασιδωμένη και της την πέφτει ένας πορνόγερος...)
- Μωρό μ', τι εργαλείο είσαι εσύ;
- Βαμβακοσυλλέκτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς η σούφρα.

Όταν κάνεις μπάνιο... ιδρώνει το πισπίλι σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκέντρωση αντρών με παράλληλη πλήρη απουσία γυναικών.

Πάλι το αρχιδαριό μαζευτήκαμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. (ενν. μαλακία): αυνανίζομαι (για άντρες). Συνώνυμα: τραβάω, τον παίζω

  2. Σε φράσεις του τύπου βαράω + ουσιαστικό: κάτι που με αφορά πλησιάζει σε (άσχημο) τέλος. Συνώνυμα: πάω / κοντεύω για, χτυπάω

  1. Πω ρε μαλάκα, είχα να βαρέσω μια βδομάδα και άσπρισα τους τοίχους μιλάμε σήμερα...

  2. - Αλήθεια, πώς πάν τα παιδιά με το μαγαζί; - Πώς να πάνε... Από τότε που τα τίναξε το αφεντικό, τους πήρε η κάτω βόλτα. Τους βλέπω να βαράνε διάλυση όπου νά 'ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά, εννούμε τις πορνοταινίες.

- Νοίκιασα χτες μαζί με την Ελένη να δούμε μια υπερπαραγωγή. Στην αρχή δεν ήθελε αλλά μετά πήραμε αρκετές ιδέες από τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών και τις εφαρμόσαμε με αρκετή επιτυχία!

(από pavleas, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά η μεγάλη αράχνη, είδος φαρμακερής αράχνης.

Μεταφορικά η μαλακία, ο αυνανισμός.

  1. - Τον έφαγε η μαρμάγκα, έπαθε μεγάλη συμφορά.

  2. - Γαμάει ο Μήτσος καθόλου;
    - Τι να γαμήσει αυτός ρε, τόσους μήνες παίζει μόνο DOTA , τον έχει φάει η μαρμάγκα για τα καλά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλειφομούνι. Σύμφωνα με το λεξικό του Δημητρακόπουλου μινέτ(τ)ο είναι η πράξις του αιδοιολείκτου. Άσχετο εντελώς με τη λέξη μινάρω που όντως σημαίνει μαλακίζομαι.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συζητώ με κάποιον υποψήφιο ερωτικό σύντροφο, αφήνοντας συνεχώς υποννοούμενα σεξουαλικού περιεχομένου και περιστρέφοντας εν γένει την κουβέντα γύρω από το σεξ. Κατά το καυλάντισμα (ουσ.), οι δύο (ή περισσότεροι) συνομιλητές έχουν σχεδόν ειλημμένη την απόφαση να συνευρεθούν σεξουαλικώς, ωστόσο οι αφροδισιακές ιδιότητες του, καθυστερούν προσωρινά τη συνεύρεση και προάγουν το διάλογο.

Χάρη στην πρόοδο της τεχνολογίας, πλέον μπορεί κάποιος να καυλαντίζει κάνοντας χρήση:

  1. κινητού τηλεφώνου (εκτός του μιλητού, με SMS/MMS)
  2. ηλεκτρονικού υπολογιστή (instant messengers/IRC/e-mail κτλ)

- Τι έγινε ρε; Πού εξαφανίστηκε ο Μπάμπης;
- Να, εκεί! Καυλαντίζει με μια γκόμενα στο μπαρ.
- Χε χε! Α, την κουφάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρχίδι.

Μου πονάει το φιστίκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified