Και καλά αυτός που κάνει τον μάγκα στους άλλους.
Εσύ τώρα τι παριστάνεις, τον κονιόρδο;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επίθετο που χαρακτηρίζει άτομα που «γαυγίζουν αλλά δεν δαγκώνουν».
- Κοίταξε να δεις κουρτσούλι μου, άμα έχεις κάποιο πρόβλημα με την πάρτη μου και τραβάς μεγάλα ζόρια από 'δω έως το χωριό σου..., να πας να σε κοιτάξουν! Γιατί αλλιώς θα τα πάρω στη κράνα και θα γίνει...
- ΟΥΣΤ ρε μαντρόσκυλο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το καμμένο παληκάρι, ο μάγκας, συνώνυμο του κολλητέ.
- Εμπρός, ποιος είναι;
- Έλα ρε πίθηκα, εγώ είμαι!
Got a better definition? Add it!
Ο επιδέξιος χαρτοπαίκτης.
Κάθησες να παίξεις μαζί του στο ίδιο τραπέζι και περίμενες να κερδίσεις;
Αφού είναι χαρτογιακάς ο άνθρωπος.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που βρίσκεται διαρκώς σε υπερένταση, που είναι στην τσίτα.
- Πάμε άλλο ένα μπασκετάκι ως τα 21...
- Ρε τσιτάκια, έχουμε ξεθεωθεί να παίζουμε τρεις ώρες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δεν ξέρω τι σημασία έχει, αλλά το άκουγα από έναν σουρωμένο εργάτη πριν καμιά εικοσαριά χρόνια στον σταθμό Λαρίσης.
(Πέρναγε ο Διευθυντής του τελωνείου και του πετάει ο τύπος:)
- Γεια σου ρε κλαστέ!
Πιθανόν η συγκεκριμένη λέξη να σημαίνει κλασάτος, υψηλόβαθμος, αφου απευθυνόταν σε Διευθυντή.
Από: Big Daddy
την: 20/02/08
Got a better definition? Add it!
Ο cool, αυτός που είναι άνετος, χαλαρός.
Πω, ρε φίλε είσαι πολύ κουλ με αυτό το γυαλί... Θα πέσουν οι γκόμενες σαν φύλλα.
Σχετικά: αού, κούλαρε, κουλαριστά, κουλέζικα.
Got a better definition? Add it!
Αύτος που το κούρεμά του χαρακτηρίζεται απο το μακρύτερο των τριχών του σβέρκου. Πρόκειται για τον γνωστό κάγκουρα ή κάβουρα αφού κυρίως οι νέοι αυτού του στυλ έχουν αντίστοιχα κουρέματα. Είναι κυρίως προσβλητικός όρος.
Κοίτα αυτούς τους χετταίους που αράζουν με τα glx!
Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό
Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)
Got a better definition? Add it!
Ο έχων χαίτη. Η λέξη προέρχεται από τη γνωστή φυλή, ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, της Μικράς Ασίας. Παραμένει άγνωστο αν πρόκειται απλά για ένα λογοπαίγνιο ή για εναν σαφή συσχετισμό, λόγω του «χαιτικού» κουρέματος των πολεμιστών.
Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό
Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που σημαίνει βαρεμάρα, πρήξιμο, ενόχληση κτλ. Συνήθως αναφέρεται σε μια υποχρεωτική διαδικασία.
-Πωπω ρε φίλε, αυτό το δίωρο έκθεσης με σκοτώνει.
-Μεγάλο τσουρέκι ρε συ.
Got a better definition? Add it!