Παρεμφερής όρος με το έλα στον θείο, με τη διαφορά ότι ο παππούς προσδίδει μεγαλύτερο κύρος και δέος σχετικά με το αντίτιμο / βραβείο που λαμβάνει ο προσερχόμενος σε αυτόν. Χρησιμοποιείται κυρίως ως απειλή και σε περιπτώσεις που, αυτός που το λέει, υπονοεί ότι κάτι κακό περιμένει αυτόν στον οποίο απευθύνεται.

Ουδεμία σχέση με το άσμα του πλανητάρχη:

[i]έλα στον παππού
αυτόν που τα 'χει όλα
και μην κοιτάς αλλού.[/i]

Εδώ.

- Μετά από αυτό που μου έκανες, αν σε πιάσω την έχεις βαμμένη.
- Εδώ είμαι. Έλα στον παππού.

(από dimitriosl, 17/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ερώτηση ψευτόμαγκα προς αδαείς και μη, με στόχο να αποδείξει την εμπειρία του σε πλείστους τομείς, την καπατσοσύνη του και ότι γενικώς δεν μπορεί να τον ξεγελάσει κανείς. Όλα αυτά βέβαια ισχύουν αν όντως πέσει σε φελλό τύπο, γιατί άμα πέσει σε κανέναν πιο έξυπνο, την έβαψε.

Προς κατανόηση του ορισμού, όρα παράδειγμα.

- Άσε μας ρε, που θα μας υποδείξει πώς να συμπεριφερθούμε στην γκόμενα! Άντε τράβα πες μας από πού κλάνει το μπαρμπούνι!
- Δεν κλάνει ρε ούφο, αν έκλανε δεν θα ήταν κόκκινο!!!

(από Vrastaman, 22/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν σημαίνει ακριβώς «μη μασάς» ή «μην τσιμπάς», καθότι είναι ήδη αργά: το έχουμε ήδη τσιμπήσει το δόλωμα. Σημαίνει: «αφού τσίμπησες σα μαλάκας, φέρσου έξυπνα, κατάπιε τον μεζέ και φτύσ΄τ' αγκίστρι, να μη σε έχουν για τελείως μαλάκα...».

- Ρε μαλάκα!!! Τά' μαθες; Η Ειρήνη θα κάνει αλλαγή φύλου και θα λέγεται Ηρακλής!
- Φτύσ' τ' αγκίστρι ρε μαλάκα, πλάκα σου κάνανε ρεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δείχνει επιφυλακτικότητα, έλλειψη πίστης, αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Λέγεται όταν μας ζητούν να εμπιστευτούμε κάποιο πρόσωπο το οποίο δεν γνωρίζουμε, χωρίς να υπάρχει κανένα εχέγγυο, καμία εγγύηση, ή απόδειξη για την αξιοπιστία του συγκεκριμένου προσώπου. Ούτως ειπείν, η έκφραση δεν στέκεται ποτέ μόνη της, αλλά πάντα δηλώνει αντίθεση.

Η έκφραση προήλθε από την πιθανότητα (ή την ελπίδα) να αλλάξουμε ξαφνικά φύλο, κι από 'κει που τον δίναμε ν' αρχίσουμε ξαφνικά να τον παίρνουμε ή τανάπαλιν. Σημαίνει δηλαδή, στην κυριολεξία, «ρε φίλε, εγώ δεν ξέρω αύριο αν θα το γυρίσει το φύλο ο κώλος μου, κι εσύ μου ζητάς να εμπιστευτώ αυτόν τον άγνωστο;» Δηλαδή δεν ξέρω τι κόλπα θα μου κάνει κάποιος τόσο κοντινός μου, όπως είναι ο κώλος μου, και μου ζητάς να εμπιστευτώ κάποιον άγνωστο;

  1. - Ο Γιώργος, ξέρεις, ο γκόμενος της Γιώτας, ανοίγει μαγαζί και ψάχνει λεφτά. Να του δανείσουμε 5.000€;
    - Τι λε, ρε μαλάκω,; Τον ξέρουμε κι από χθες;
    - Καλό παιδί φαίνεται, του έχω εμπιστοσύνη.
    - Εγώ δεν έχω εμπιστοσύνη στον κώλο μου, το Γιώργο θα εμπιστευτώ; Ας δανειστεί απ' τη Γιώτα.

  2. - Εσείς εμπιστεύεστε τη νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ;
    - Ρε κοπέλα μου, εγώ δεν εμπιστεύομαι τον κώλο μου, την κυβέρνηση θα εμπιστευτώ;

Να τον εμπιστεύομαι τον κώλο μου, ή όχι; (από panos1962, 25/11/09)Δεν έχω εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο μου, πα να κλάσω και χέζομαι... (από Galadriel, 18/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάποιον ασήκωτο σημαίνει ότι τον δέρνω πάρα πολύ, σε βαθμό να μην μπορεί να σηκωθεί, να μην μπορεί να πάρει τα πόδια του. Πρόκειται για μπαμπαδισμό, αλλά χρησιμοποιείται ευρέως και στις μέρες μας.

  1. Άσε, πιαστήκαμε στα χέρια με κάτι ΟΥΚάδες και μας κάνανε ασήκωτους.

  2. Τη βγήκε σε κάτι ψωμιά και τον έκαναν ασήκωτο.

(από electron, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά ειρωνική παροιμία, που αποδίδει στην δημοτική (χωρίς να ταυτίζεται) το εξιλεωτικό «ο νεκρός δεδικαίωται» και μπαλατζάρει με το αντίθετό του «σκατά στον τάφο του»!

Δηλαδή ό,τι και να έχει διαπράξει κάποιος στον βίο του, μόλις τα κορδώσει αποσβέννυνται όλα του τα ατοπήματα, δίκην σεβασμού μετά κιλλίβαντος (δίκαια-άδικα, ο λαός το λέει).

Χρησιμοποιείται εύστοχα για τεθνεώτες πολιτικούς με αμαρτωλό παρελθόν, από νέους με μέλλον...

- Είδες τον τάδε; Μας έχει κάτσει στο σβέρκο πενήντα χρόνια τώρα -μια ζωή στη ρεμούλα κι ατσάκιγος, εδέησε ο Κύριος και σκυλοψόφησε, τώρα λέει θα του κάνουν κι ανδριάντα!
- Ε, τί περίμενες; Μόνο κάτι λίγα γερόντια θυμούνται τί κουφάλα ήταν. Δεν τα ξέρεις τώρα; Τον κασίδη σαν πεθάνει, χρυσομάλλη θα τον πούν. Είναι και το σόι του στα πράγματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που λέμε όταν κάποιος δείχνει σε κάποιον άλλο, με τρόπο ανάγλυφο και αδιαμφισβήτητο, ότι έχει άδικο. Η ετυμολογία της φράσης είναι μάλλον προφανής, καθώς σημαίνει ότι κάποιος «βοηθάει» τον άλλο να δει τα πράγματα πιο σωστά, πιο καθαρά.

  1. - Είδες τη συζήτηση στη βουλή; Ο Γιώργος τα είπε ωραία.
    - Ναι, αλλά ο Βαγγέλης, στο τέλος, του φόρεσε τα γυαλιά.

  2. Ο γενικός μας έριξε κάτι πουστριλίκια το πρωί, αλλά ο Αντώνης έφερε όλα τα παραστατικά, που ο ίδιος είχε υπογράψει, και του φόρεσε τα γυαλιά.

(από panos1962, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η επί τόπου πληρωμή, η καταβολή ποσού τοις μετρητοίς για υπηρεσίες που πιστεύαμε (κακώς) ότι είναι δωρεάν. Η ετυμολογία του λήμματος δεν είναι γνωστή, αλλά πιθανόν να πρόκειται για ηχοποιητή λέξη, από τον ήχο των κερμάτων κατά την ώρα της καταμέτρησης.

  1. - Μπήκα στο RapidShare και κατεβάζω τα πάντα [στο φτερό]. Καμία σχέση με το μTorrent!
    - Να μπω κι εγώ τότε. Πώς μπαίνεις;
    - Τι λέει το λιλί σου ρε; Γκέγκερε! 50€ το χρόνο. Αν ήταν τζάμπα θα μπαίναν όλοι.

  2. - Περνάω μ' αυτά τα ρούχα;
    - Περνάς, αλλά θέλει γκέγκερε...

  3. - Έβαλα Skype και κάνω δωρεάν βιντεοκλήσεις. Μου είπαν ότι έχει και τηλέφωνα.
    - Μπορείς, όντως, να πάρεις τηλέφωνο μέσω Skype, αλλά γκέγκερε.

Γκέγκερε (από panos1962, 15/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενική και ασαφής απειλή όπου δεί. Μάλλον ετυμολογείται από θυελλώδες ξέσπασμα το οποίο, δίκην χιονοστιβάδας, ή ανεμοστροβίλου, μας παρασέρνει και μας σηκώνει.

  1. Μη διανοηθεί να βγάλει κανείς σκονάκι, σας πήρε και σας σήκωσε, κωλόπαιδα!

  2. Αν την πέσεις στην Ελένη, σε πήρε και σε σήκωσε. Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι. Γκέγκε;

  3. Ήρθε ο Μάνος από τις Βρυξέλλες και τους βρήκε να καπνίζουν χόρτο μέσα στο γραφείο. Άσε, έγινε της πουτάνας· τους πήρε και τους σήκωσε!

(από panos1962, 15/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με πήρε η μπάλα, μας πήρε η μπάλα, θα σε πάρει η μπάλα κλπ.

Σημαίνει ότι θα βρούμε κι εμείς μπελά, ότι η οργή κάποιου θα συμπεριλάβει και την αφεντιά μας, ή γενικότερα ότι θα εμπλακούμε άθελά μας σε άσχημη ή απευκταία κατάσταση.

Ετυμολογείται μάλλον από την καταστροφική πορεία μεγάλης μπάλας, π.χ. χιονοστιβάδας, που κυλάει και παρασέρνει τα πάντα στο πέρασμά της. Υπάρχει, πάντως, και η ποδοσφαιρική εκδοχή, κατά την οποία κάποιος τραυματίζεται καθώς, ατυχώς, βρίσκεται στην πορεία πολύ δυνατού σουτ. Όπως και να 'χει, σημαίνει ότι εμπλεκόμαστε σε δυσάρεστη κατάσταση χωρίς να ευθυνόμαστε άμεσα, από σπόντα.

  1. - Τα 'μαθες; Αυξάνονται τα όρια ηλικίας στις γυναίκες.
    - Μη γελάς καθόλου. Θα μας πάρει κι εμάς η μπάλα.

  2. - Χθες χακέψαν το δίσκο του γενικού. Θα γίνει της πουτάνας.
    - Ωχ, θα μας πάρει κι εμάς η μπάλα.

  3. Απολύονται τα STAGE. Λες να πάρει η μπάλα και τις συμβάσεις έργου;

Μας πήρε η μπάλα! (από panos1962, 15/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified