«Τύπος μικρού ξύλινου πλοιαρίου στη περιοχή κυρίως της Ανατολικής Μεσογείου, χαμηλού και άφρακτου (χωρίς κατάστρωμα) που κινούταν με κουπιά και ιστία (πανιά), φέροντας τρία λατίνια και αρτέμονα» (δες). Ετυμολογείται από το ιταλικό feluca και ίσως πρόκειται για αντιδάνειο < γαλλικό felouque < αραβικό felūka < ελληνιστικό ἐφόλκιον = βαρκάκι που ρυμουλκείται από το καράβι (δες).

Το σλανγκικό ενδιαφέρον είναι ότι χρησιμοποιείται ως βρισιά παλαιάς κοπής, με την οποία προσάπτουμε ευτέλεια στον υβριζόμενο. Κατά τον πασαδόρο Gatzman δηλώνει κυρίως επιπολαιότητα.

Εϊτίλα αθάνατη:
Τρέχει προς τον Λάκη Τρέχει προς τον Τάκη
Συναντιούνται στα μισα
Αντρικά, βαριά, ζόρικα, κολλάνε τα χέρια χειραψία, ΚΛΑΤΣ, έτσι να ακουστεί ρε παιδί μου, αγκαλιάζονται στο πολύ βαρβατίλα, σαν την αρκούδα που πιάνει θήραμα ρε παιδί μου. χτυπάει ο ένας την πλάτη του άλλου και το παιχνίδι ανεβαίνει λέβελ, φτάνοντας στην επικοινωνιακή ολοκλήρωση.
Που είσαι μωρή τσιμούχα
Ελα μωρή κελεμπία
Καλά;
Καλά!
Που γυρνάς μωρή φελούκα, σε φάγανε οι γκόμενες και χάθηκες
Ααααααααααααντε μωρή γλυμούτσα, τα μάθαμε και τα δικά σου
Αραξε το όχημα να πιούμε καμμιά μπύρα να δροσιστούμε.

(από Khan, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παχύς άνθρωπος, πιθανόν εκ του ιταλικού poltrona, δηλαδή πολυθρόνα.

  1. Χαρακτηριστικά η Κατερίνα Ζαρίφη είπε: “Βεβαίως με έχει φλερτάρει. Μου έχει φέρει και δώρα. Τα πήρα γιατί ήτανε γλυκά! Κράτησε αρκετές μέρες! Θα κατέληγα βοθρόνα αν συνέχιζα, γιατί μου έφερνε συνέχεια τσουρέκια! (Φήμες).
  2. Δεν έχω βγάλει λεφτά σαν μοντέλο. Ενδυματολόγος ήμουν. Επειδή τυχαίνει να είμαι 1,78μ. και ιδιαίτερα αδύνατη – μόνο στις εγκυμοσύνες μου βοθρόνα, πήρα 40 κιλά στη Ροζαλία και 35 στον Μιχάλη και ήταν τέλεια! Γιατί τρώω τα πάντα ειδικά πατσά και κεφαλάκι που δεν έφαγαν. Δεν τρώνε μαγειρίτσα! Έπαθα σοκ! Που έχουν μεγαλώσει; Εγώ περίμενα τον παππού μου να μου φτιάξει κεφαλάκι για να τσακωθώ με τον αδελφό μου ποιος θα φάει το περισσότερο μυαλό.», αποκαλύπτει η Ζενεβιέβ Μαζαρί. (I-news).
  3. ΠΑΣ ΝΑ ΦΑΣ ΣΑ ΒΟΘΡΟΝΑ ΑΧΑΧΑΧΑ ΚΛΑΙΩΩΩΩ . (TikTok).

Got a better definition? Add it!

Published

Το άτομο που μένει μόνο του, δηλαδή δεν έχει γάμο ή συγκατοίκηση, αλλά είναι ανοικτό σε πολλαπλές ερωτικές σχέσεις και σε πολυσυντροφικότητα. Εκ του solo polyamorous.

Δεν είμαι μπακούρης, είμαι σόλο πόλυ.

Got a better definition? Add it!

Published