Παρέα από ομοφυλόφιλους, κατά το κουστωδία.
- Πλάκωσε ο Ψινάκης με όλη την πουστωδία!
βλ. και χριστιανοσλάνγκ
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας που ασχολείται με γυναικείες δουλειές και χαίρεται την γυναικεία παρέα και τις συζητήσεις των κοριτσιών.
- Αφού μιλήσαμε για την αποτρίχωση, με ρώτησε για την πρώτη μου περίοδο, την αγαπημένη μου μάρκα καλλυντικών και την ανθεκτικότητα των καλσόν μου.
- Σοβαρά; Τέτοιος κοριτσοκόπανος;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ξαφνικό παραλήρημα φλυαρίας από μέχρι πρότινος διακοσμητικής συμπαρουσιάστριας τηλεοπτικού σόου.
Χρησιμοποιείται ευρύτερα και εντός παρέας ατόμων, όταν μία μη-αντιληπτή και αμίλητη παρουσία, αρχίζει ξαφνικά έναν καταιγισμό σχολίων.
Επί δύο ώρες η Μαίρη ούτε που ξέραμε αν ήταν ζωντανή. Και μετά το γύρισε σε γλαστρίδα...
Got a better definition? Add it!