Κλητική προσφώνηση μεταξύ Ευρυτάνων νέων, χωρίς πολύ ειδική σημασία. Κυρίως εκφωνείται ως έκπληξη (αν έχω καταλάβει καλά) προς αυτά που μας εξιστόρησε ο άλλος, δηλαδή συντάσσεται ως «α ρε τσοπ, μας κούφανες!», ή «τι λε ρε τσοπ! πρόλαβες και την κουτούπωσες;»...

Γενικά θα μπορούσε να είναι συνώνυμο των «πω ρε μάγκα μου!», «wow, dude!» και «τι λε ρε παιδάκι μου!».

- Άσ' ρε φίλ', ήμουν στον Έβρο 3 μήνς 'μπλοκή. Βγήκα έξ' και πήγ' στο μοναδ'κό μπ'ρδέλ' του χωριού. Έπ'σα σ' τράβελο. Ήταν και μουσλμάν', είχ' περιτ'μή. Αλλά τι να κάν'; Είχαν στραβώσ' τ' αρχίδια μ' τόσους μήν'ς!
- Τι λε ρε τσοπ! Την κ'τούπ'σες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμος στην Καστοριά, το λέμε σε φίλους ...

Οι παλιοί ονόμαζαν το πασχαλινό μανάρι (αρνάκι), που ήταν η ψυχαγωγία των παιδιών, μπέτσκα απο το μπέ μπέ. Έβαφαν την ράχη του κόκκινη και το τάιζαν με αστραγάλια και ένα χόρτο που ονομαζόταν χασούλα.

Πού σαι, μπέτσκα μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified