Το κόψιμο, η ευκοίλια.
Τον πήγε μπριόλα και δε πρόλαβε να κατεβάσει ούτε τα παντελόνια.
Το κόψιμο, η ευκοίλια.
Τον πήγε μπριόλα και δε πρόλαβε να κατεβάσει ούτε τα παντελόνια.
Got a better definition? Add it!
Είναι και μουσικό όργανο, είναι και λουλούδι, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει ως βρισιά, προερχόμενη με αποκοπή από το μαλακοβιόλα ή πιο σεμνά από το χαζοβιόλα. Στα συν του ως βρισιά το ότι ομοιοκαταληκτεί με το καριόλα.
Είστε όλες ένα τσούρμο βιόλες, άλλες πουτάνες, κι άλλες καριόλες! (Ανδρική θυμο-σοφία με ρίμα).
Γύρευε με ποια ξενέρωτη βιόλα τριγυρνάει.
Got a better definition? Add it!