Γεγονός απίθανο και εξαιρετικά δύσκολο να γίνει πιστευτό. Κατάσταση τόσο ασύμβατη με την κοινή λογική που η ίδια η ουσία της πραγματικότητας φαίνεται να κάνει κοιλιά και να διαστρέφεται.

Προφ προερχόμενο από το κλασικό, περιλάλητο κι αγαπημένο The Matrix, που έδωσε στον κόσμο άλλη μια διάσταση: δε ζεις πραγματικά αυτή τη ζωή, πρόκειται για μια ονειρική κατάσταση που σου υποβάλει ένα τσούρμο μηχανές που ζουν παρασιτικά ρουφώντας τη ζωτική σου ενέργεια, όσο εσύ είσαι βυσματωμένος σε καταστολή μέσα σε σιχαμερά κουκούλια.

Πού και πού αντιλαμβάνεσαι κάτι παραμορφώσεις του χωροχρονικού περιβάλλοντος που οφείλονται σε μπαγκ του προγράμματος κι αν είσαι λίγο ψυλλιασμένος, καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για ρωγμή στο μάτριξ: δεν είναι αλήθεια αυτό που ζεις, είναι όνειρο, τσιμπήσου για να δεις αν το ζεις αληθινά. Πονάει Νίο; Πονάνε ωρέ τα παλληκάρια;

Ενίοτε η μαγκιά της δημιουργίας ρωγμής στο μάτριξ, της οδυνηρής επαφής με την πραγματική υπόσταση του κόσμου, πέρα από τη βολική άγνοια, αποτελεί αυτοτελή στόχο (βλ. σχετικό παράδειγμα). Μεγάλα φιλοσοφικά διλήμματα χωρίς ξεκάθαρες απαντήσεις, γιατί όπως είπε κι ο Cypher στον αναίσθητο Μορφέα «Αν μας είχες πει την αλήθεια, θα σου 'χαμε απαντήσει να χώσεις εκείνο το γαμοκόκκινο χαπάκι στον κώλο σου».

(σ.ς. Το λένε κι οι εγγλέζοι: matrix hole)

Δικό μου: Ρωγμή στο μάτριξ. Κάμινγκ σουν το ε θίατερ νίαρ γιου. (απίστευτο, ο τζίζας έχει ορίσει ο ίδιος μια ατάκα ελληνικής μικροαστικής μιζέριας).

Δικό μας: Ρωγμή στο Μάτριξ! Χάνονται σχόλια στο slang.gr! (Ναι, ναι, την είδα modswatch, ελέγχουμε τους μοντς, στηρίζουμε το έργο τους).

Αλλουνών: Ο εντοιχισμός μας στο Μάτριξ συνεπάγεται, ότι η δημιουργία ρωγμής σε αυτό δεν μπορεί να συντελεστεί χωρίς ρωγμή στην παραμορφωμένη μας ύπαρξη. [...] μια ρωγμή στο Μάτριξ προϋποθέτει συνθλιβή κάποιων πολύ στοιχειωδών, πολύ βασικών τμημάτων μας.

Δανεικό: - Είδες τη γκόμενα του Μήτσου; Τη λες άνετο δεκάρι!
- Μαλάκα... κι αυτός μπουχέσας και μπατάκι... Αυτό είναι ρωγμή στο μάτριξ, ρε μαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδελφό λήμμα του σο. Από το γαλλικό «non;» που έχει τη σημασία του αγγλικού «isn't it;» και που λέγεται στα ελληνικά «έτσι δεν είναι;» όπου είναι το μακρύτερο απ' όλα. Έτσι λοιπόν, χάριν συντομίας, καταφεύγουμε στο γαλλικό, αλλά με μια αγγλική χροιά (παραλείπουμε δηλαδή το τελευταίο -ν, το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν προφέρεται απόλυτα στη γαλλική).

(παρένθεση: για τους ρωσσομαθείς, παραπέμπει στο αλλά (но,...) και στην περίπτωση αυτή το αφήνουμε αιωρούμενο, υπονοώντας το κόμμα, σα να επρόκειτο να συνεχίσουμε την πρότασή μας).

Τέλος, ουδεμία σχέση έχει με το ιαπωνικό θέατρο του Νο.

Έγινα κατανοητή νομίζω, νο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Είναι η ελληνοποιημένη απόδοση του αντίστοιχου αγγλικού «unbeliavable» και σημαίνει «απίστευτο»!

Ωχ!!! Πώς το κανες αυτό ρε φίλε;; ανπιστεύαμπλ!!!

You\'re unpisteftable (από Vrastaman, 11/02/11)

βλ. και unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Ο απίστευτος, ο άπαικτος, ο ανπαίκταμπλ. Το λέμε όταν κάποιος κάνει κάτι απίστευτο ή ακατόρθωτο.

Προέρχεται από το αγγλικό στερητικό un και την ελληνική λέξη απίστευτος. Κανονικά η λέξη θα έπρεπε να γράφεται με «ευ» αντί του «φ», αλλά είναι κάπως δυσανάγνωστη, γι' αυτό το λόγο συνηθίζεται να τη γράφουμε με «φ».

Τι έκανε, ρε μαλάκα, το άτομο; Ανπιστέφταμπλ!

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Απίστευτο. Λέξη ανάμικτη ελληνική και αγγλική δηλ. un- (αν-) και πιστεύω. Από το unbelievable.

Το έργο που είδαμε χτες με το Μήτσο ήταν ανπιστέφταμπλ

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified