Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι είναι παρωχημένο, ξεπερασμένο. Το υποκείμενο ενημερώνει τον ομιλητή ότι πλέον η κατάσταση έχει αλλάξει και, ενδεχομένως εκφράζει και μια ψιλοπεριφρόνηση αναφορικά με την ασχετοσύνη του σε σχέση με τις αλλαγές.

Σχετικές εκφράσεις: «μα πού ζεις χρυσή μου», «περσινά, ξινά σταφύλια» και (εμμέσως) «πέρσι ψόφησε, φέτος βρώμισε» .

«Last year» αγγλιστί είναι «πέρυσι».

Έκφραση από παλιά επιτυχημένη διαφήμιση που έμεινε σε χρήση αυτόνομη.

Στην διαφήμιση, ένας νέος, περιμένει στο αεροδρόμιο μια κοπέλα, που από την φωτογραφία της φαίνεται μούναρος και τελικά του σκάει μύτη μια χοντρή κοντή και του κάνει δυσάρεστη έκπληξη. Όταν αυτός έκπληκτος της δείχνει την φωτό που είχε στην διάθεσή του αυτή του απαντά «this; Last year!» βλ. μήδι.

- Ρε συ αυτή δεν είναι η Μυρτώ αγκαλιά με το τεκνό;
- Ναι η Μυρτώ είναι...
- Μα η Μυρτώ δεν τα είχε με τον Σταύρο;
- Laaaaaast year, πάει ο Σταύρος εδώ και έναν αιώνα, τώρα έχουμε σε τεκνό.
- Ν'ωραίαααα!

Νατάσσα;;; (από Galadriel, 23/02/09)Ιδού και το τέχνασμα πώς να είσαι this year και όμως να μην έχει καμία σημασία από κοντά! (από Cunning Linguist, 26/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκλιτη έκφραση, εν είδει επιρρήματος, για κάτι που διατηρείται από γενιά σε γενιά, ή κατά το γνωστότερο από πάππου προς πάππου.

Προέρχεται από τα τουρκικά, προφανώς μέσω Μικρασιατών, ana (μητέρα), baba (πατέρας).

(Απόσπασμα από την Καθημερινή)
«Γύρω στο 1700 η οικογένεια Πουλή, «αναντάμ- παπαντάμ» Γιαννιώτες, ήρθαν στο Κωστήτσι και μαγεμένοι από το τοπίο αλλά και από το κλίμα έχτισαν εδώ πέτρα την πέτρα, όπως έπρεπε, ένα μεγάλο σπίτι, όπου ζούσαν τα καλοκαίρια.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified