Ασφαλώς και είναι η «διακόσμηση» στα ελληνικά από το γαλλικό décor - όμως, παρέα με ρήματα όπως:

  1. κάνω: κάνω (κάποιον) ντεκόρ σημαίνει ό,τι και τα: τον γείωσα, του το βούλωσα, κι από 'κει και πέρα (το 'παιξε) γλάστρα, τον έσβησα (και έλαμψα) - κι όλα τα παρεμφερή κι ομοειδή.

  2. βγαίνω: βγαίνω απ΄το ντεκόρ σημαίνει παίρνω θέση (πάνω σε κάποιο ζήτημα), πήραν επιτέλους χαμπάρι πως υπάρχω, επανενεργοποιούμαι, κ.ο.κ.

  3. έχω: έχω για ντεκόρ σημαίνει έχω για μόστρα, έχω για γλάστρα κ.ο.κ.

  4. ... είμαι: δεν είμαι (για) ντεκόρ (εγώ), το γνωστό παράπονο παραμελημένης γκόμενας.

  1. - Μας πέθανε στην παρλαπίπα, μέχρι που ο Άρης του φρεσκάρισε τη μνήμη και τον έκανε ντεκόρ.

  2. - Γιαδέ ρε συ ποια κελαηδάει!!
    - Έχασες επεισόδια ε; Μετά την πλαστική βγήκε απ' το ντεκόρ.

  3. - Τι κάνει δω πέρα η μικρή;
    - Τίποτα, μόνο για ντεκόρ.

  4. - Ακούς; Τα μαζεύω και φεύγω. Δεν είμαι ντεκόρ εγώ. Ακούς βρε; Φεύγω σου λέω.
    - Α! ναι; Πού πας;
    - Όπου θέλω!!
    - Δώσε χαιρετισμούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιγράφω κατά λέξη από τη Λεξιλογία, επειδή α. εμείς δεν το έχουμε, β. η Λεξιλογία δεν δίνει παραδείγματα βγαλμένα από το νέτι:

το παλμαρέ, το παλμαρές = record of achievements, list of achievements, palmarès

παλμαρέ (το) {άκλ.} κατάλογος νικητών ή επιτυχιών σε αγώνα, διαγωνισμό κ.λπ.: «στο μπάσκετ, το παλμαρέ τού Άρη είναι μοναδικό» (εφημ.). [ΕΤΥΜ. < γαλλ. palmarès < λατ. palmaris «αυτός που αξίζει να λάβει τον κλάδο τού φοίνικος (ως σύμβολο νίκης)» < palma «παλάμη - φοίνικας (μτφ. βραβείο, έπαθλο)»]. (ΛΝΕΓ)

Στα γαλλικά είναι και ο κατάλογος των βραβευμένων, ο κατάλογος των νικητών — και η λέξη που συστήνεται να χρησιμοποιούν για το hit parade. Στα ελληνικά είναι συνήθως αυτό που λέμε «ενεργητικό», π.χ. πρόσθεσε άλλη μια νίκη / άλλον έναν τίτλο στο παλμαρέ του > to his record, to his credit, under his belt.

Ελάχιστοι (260:32.000, Altavista) λένε «το παλμαρές» επειδή η γαλλική λέξη προφέρεται με τελικό σίγμα. Αλλά επειδή είναι μετρημένα στα δάχτυλα τα ουδέτερα σε –ές (το εξπρές, το ντεπιές, το προτσές και κάποια ουσιαστικοποιημένα επίθετα: το λυκαυγές, το πρανές, το βεληνεκές), οι περισσότεροι χρησιμοποιούν τη λέξη σαν όλες τις καλές γαλλικές λέξεις σε –έ, από το βεσέ και το γκισέ ως το τουπέ και το φουαγέ.

  1. Ο Θοδωρής Χατζηθεοδώρου ετοιμάζεται να προσθέσει σήμερα στο παλμαρέ του τον 28ο τίτλο της καριέρας του.

  2. Νέες κορυφές θα κατακτήσει τα επόμενα χρόνια ο Νίκος Μαγκίτσης, ο Βολιώτης ορειβάτης, που έχει στο παλμαρέ του αναβάσεις στα πιο ψηλά βουνά του πλανήτη.

  3. Εμπνευστές και δημιουργοί της ελλαδικής εταιρείας νανοτεχνολογίας, NanoPhos AE, οι Ιωάννης Αραμπατζής και Βασίλης Θεοχαράκης, βραβεύτηκαν τον Ιανουάριο του 2008 από τον ίδιο τον πρόεδρο της Microsoft, Μπιλ Γκέιτς, για την καινοτομία των προϊόντων τους, αποσπώντας το 1ο βραβείο καινοτομίας στην έκθεση 100% Detail, του Λονδίνου. Στο παλμαρέ των διακρίσεών τους συναντάμε τις βραβεύσεις στη World Expo 2010 της Σανγκάης και στη Διεθνή Έκθεση Οικοδομικών Υλικών BIG5, του Ντουμπάι…

-όλα από το δίχτυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified