Ο τύπος τουρίστα -συνήθως από βορειοευρωπαϊκή χώρα- που φοράει κατακαλόκαιρο πέδιλα με κάλτσες, παρουσιάζοντας αντιαισθητικό θέαμα για τα δεδομένα του καλοκαιριού της Ελλάδας και ο οποίος δεν έχει ιδέα ότι συνιστά αισθητική παραφωνία.

Συνώνυμα: καλτσοπεδιλούχος.

-Πέρασαν δύο καλτσοπέδιλοι τουρισταράδες.
-Καλά, ούτε ζεσταίνονται, ούτε τους νοιάζει το θέαμα που παρουσιάζουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυμνασμένος, συνήθως αντιπαθής άνδρας που αρέσκεται να επιδυκνείει τα μούσκουλά του σε νεαρές κορασίδες στις παραλίες το καλοκαίρι.

Η λέξη προέρχεται απο τις δημοφιλείς ρακέτες, κατεξοχήν σπορ των ατόμων αυτών στην παραλία.

Τσέκαρε πώς κορδώνεται ο μπρατσορακέτας για να τον δει η γκόμενα!

Βλ. και σφίχτερμαν, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που πάει για μπάνιο στη Βάρκιζα με πλήρη στολή δύτη, μαχαίρι στο πόδι και ψαροντούφεκο για φαλαινοκαρχαρίες (γιατί ως γνωστόν, στη Βάρκιζα, οι φαλαινοκαρχαρίες έρχονται μέχρι έξω και τους πετάνε παπάρες οι θαμώνες των παραλιακών ρεστωράν).
Επίσης φοράει σούπερ επαγγελματικό ρολόι καταδύσεων που αντέχει μέχρι 800 μέτρα βάθος, 35 ατμόσφαιρες πίεση, 5 εκρήξεις υποθαλάσσιων ηφαιστείων και 2 τρακαρίσματα με πυρηνικό υποβρύχιο, ενώ διαθέτει και φακό για την άβυσσο, ανοιχτήρι για στρείδια, πυροφάνι για καλαμάρια, κλουβί για τα σκυλόψαρα, μπιμπερό για ορφανά φαλαινάκια και πατώντας ένα κουμπί φωσφορίζει η φωτογραφία του Κουστώ.

Γεια σου Χρήστο λουοδύτη που πλατσουρίζεις στα ρηχά σαν φώκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ειδικός χορός με μικρά, χοροπηδητά βηματάκια, παρόμοιος με ορισμένους ποντιακούς, που κάνει κανείς σε αμμώδη παραλία από τις 12 έως τις 17.00, όταν, βγαίνοντας από τη θάλασσα, έχει να περπατήσει απόσταση μεγαλύτερη απ' όση αντέχουν οι πατούσες του μέχρι να φτάσει στην πολυπόθητη πετσέτα του. Θερμοκρασία άμμου: άνω των 45° C.

Άρχισε Λίτσα την αμμούμπα γιατί θα βγάλω φουσκάλες μέχρι να φτάσουμε στην πετσέτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεκές από κουνούπι ή σκνίπα συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες.

Ο Αγησίλαος είχε γεμίσει τους τοίχους κουνουπέδες μέσα στο δωμάτιο που κοιμόταν. Λογικό, τον είχα καταφάει τα άτιμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο κατά το οποίο το καλοκαίρι μαυρίζει το χέρι από το μανίκι του κοντομάνικου και κάτω. Λέγεται έτσι επειδή συναντάται συχνά στους ταρίφες, που βγάζουν το χέρι έξω από το παράθυρο τους ζεστούς μήνες και τους το λιώνει ο ήλιος 8 ώρες τη μέρα.

- Πςςςς, πώς μαύρισες έτσι ρε;!
- Μπα, αρχίδια, μόνο ταριφόχερο έχω φτιάξει...

ιδιάζουσα περίπτωσις (από xalikoutis, 23/10/08)Ταριφόχερα μέιντ ιν Ίνγκλαντ. (από Cunning Linguist, 07/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified