Αναγραμματισμός του ΛΟΑΤΚΙ (Λεσβίες Ομοφυλόφιλοι Αμφί Τρανς Κουίρ Ίντερσεξ). Δηλώνει:

  1. Την ΛΟΑΤΚΙ (LGBTQI) κοινότητα
  2. Το μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας (βλ. ελτζιμπιτής/ελτζιμπιτού)

Κάνει παράγωγα όπως το κιλοτάκι (το νέο ή νεαρό μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας) και σύνθετα όπως κιλοτόπαρτο, κιλοτοργάνωση, ενδοκιλοτικός/ή, μεγαλοκιλότα (γνωστό μέλος της κιλότας).

Ξεκίνησε να διαδίδεται μέσα στην αθηναϊκή οργάνωση Colour Youth, κατά το 2013-2014.

Πάλι γίνεται μαδομούνι στην κιλότα; Έχει πάρει φωτιά το fb από τις μπηχτές.

Αυτός διάβαζε το ΑΜΦΙ την εποχή που έβγαινε, είναι παλιά κιλότα.

ομοφυλοφιλία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέλος της ΛΟΑΤ, γνωστή και ως LGBT, κοινότητας. Λεσβία, γκεί, ομοφυλόφιλος, αμφιφυλόφιλη/ος ή τρανς.

Χρησιμοποιείται όταν δεν ξέρεις τι είναι το άτομο αλλά ξέρεις ότι είναι κουήρι, ή θες να αναφερθείς συλλογικά σε ΛΟΑΤΚ πρόσωπα αλλά θες να το κάνεις με μπρίο και χάρη.

Παράδειγμα: -Θα 'ρθεις το βράδυ; έχει πάρτι στο second skin!
-Τι πάρτι, για ελτζιμπιτήδες;
-Ε ναι, στραπ-ον γιούνικορνζ. Χαμός θα γίνει, έλα!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο δύσμοιρος φαντάρος ο οποίος έχει φαει εμπλοκή στην χειρότερη υπηρεσία που μπορεί να του τύχει. Κεντρική πύλη ή αλλιώς «κ.π.». Έτσι παρήχθη ο όρος. Η υπηρεσία είναι η χειρότερη δυνατή γιατί χαιρετάς ανωτέρους , είσαι γυαλισμένος ξυρισμένος, πρέπει να κρύψεις το φραπεδάκι πίσω σου και γενικώς είσαι προβλεπέ.

- Σειρά τι υπηρεσία έχεις σήμερα;

- Kεντρική πύλη για άλλη μια φορά μια και ο Βυσματόπουλος έχει πάρει επ’ ώμου την ΑΟΤ. Γάμησε τα καπαπής έχω καταντήσει ο παλιός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ναρκωτικό ecstasy, όταν βρίσκεται σε μορφή σκόνης και όχι χαπιού, συνηθίζεται να καλείται με την επιστημονική του ονομασία, δηλαδή «MDMA» ή, εν συντομία, «MD».

Εξ ου και η ελληνικότατη παράφραση: MDMA -> ΜD -> MDδια (εμντίδια)

Χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό!

- Πώς περάσατε το Σάββατο;
- Άσε, γάμησε... πήγαμε πάλι Fabric!Room 2, είχε Adam Beyer και πλακωθήκαμε στα εμντίδια... ακόμα κλαίω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified