Ο μπανιαρισμένος στα σκατά. Χρησιμοποιείται ως όρος όταν δεν υπάρχει αίσθηση της πρωτοτυπίας στο μπινελίκι. Ζώα.
Μπήκε στο σπίτι μου ο σκατιάρης και έκανε ένα μήνα να ξεμυρίσει η σκατίλα.
Ο μπανιαρισμένος στα σκατά. Χρησιμοποιείται ως όρος όταν δεν υπάρχει αίσθηση της πρωτοτυπίας στο μπινελίκι. Ζώα.
Μπήκε στο σπίτι μου ο σκατιάρης και έκανε ένα μήνα να ξεμυρίσει η σκατίλα.
Got a better definition? Add it!
Ο μεγαγλοιώδης τύπος, ο σάλιαγκας, ο σαλιαμάγκουρας, ο λαδοπόντικας.
Η λιγδοπρέπεια του λίγδα είναι πρωτίστως μεταφορική: οι τσιφούτες γερολαδάδες, οι άπληστοι και διψασμένοι γιά γρηγορόσημο προσοδοθήρες (εφοριακοί, ιατροί, πολεοδόμοι, κλπ), οι μουμουέδες δημοσιοκάφροι που κυνικά παραδέχονται ότι έχουν (στην καλύτερη περίπτωση) σκοτώσει την μάνα τους, οι διάφοροι άρχοντες και -πατέρες της πολιτικής, του παρακράτους, της εκκλησίας, και ταλιμπάν.
- Στο πλαίσιο των κύριων δραστηριοτήτων του, όταν δηλαδή δεν διαφημίζει τη Χρυσή Αυγή, ο Θέμος (ο γλίτσας) Αναστασιάδης εντοπίζεται ενίοτε να πρωταγωνιστεί σε μεταμεσονύκτιες τηλεοπτικές συνεντεύξεις με βιζιτούδες πολυτελείας σε ρόλους που θα ζήλευαν ακόμα και οι κανονικοί νταβατζήδες κι άλλοτε σε ρόλους βιντεοκομιστή προς και από τα Μέγαρα Μαξίμου.(Ν. Μπογιόπουλος, εδώ)
- Αν ήμουν απατεώνας… λαμόγιο και γλίτσας… και δεν θα ήθελα να με ξέρουν μένοντας στο πασοκ, θα έφευγα και θα κρυβόμουν στο συριζα, και θα συνέχιζα να ερωτεύομαι με το πασοκ... (εκεί)
- Είναι δίκαιη η κριτική που ασκείται στη γενιά του Πολυτεχνείου; Είναι εντελώς άδικη αλλά και ύποπτη αυτή η κριτική. Γίνεται κυρίως από αυτούς που απέχουν από τους αγώνες. Κάτι περίεργους τύπους, γλύφτες της εξουσίας, γλίτσες, πελατάκια, τσόλια. (Γρηγόρης Ψαριανός, παραπέρα)
Δευτερευόντως, γλίτσες αποκαλούνται και όσοι τυροβρωμίκουλες που είναι εκ πεποιθήσεως τσακωμένοι με τα σαπούνια, ή οι εργαζόμενοι σε γλιτσογόνα επαγγέλματα (πχ ψήστες, μηχανικοί αυτοκινήτων, κ.ά.).
- Ρε λίγδα κάποιος πρέπει να σου μιλήσει για το Ρεξόνα...
- Ο γλίτσας ο Τέλης κάνει τα πιο βρώμικα μπριζολάκια!
- Μιαμ.
Εκ της γλίτσας (και ουχί της γκλίτσας).
Αγγλιστί: slimeball.
Βλ. επίσης: γλίτσας λέρας, γλίτσης, γλίτζουρας.
Got a better definition? Add it!