Μειωτικό για τον ιερωμένο, τον ιερέα, από το τουρκικό tavlabas. Λόγω παρετυμολογίας από το ταύρος, συχνά χρησιμοποιείται για τον ογκώδη, παχύσαρκο ιερωμένο.

  1. Υποκριτες και προδότες πολιτικοί μαζί με ταυραμπαδες γενειοφόρους κρατούν με προσωπική έπαρση και διαβολικά βλέμματα μεταξύ τους την εικόνα της Παναγίας!!! Αυτοί που αιώνες τώρα γεμίζουν τους προσωπικούς λογαριασμούς τους με βάση το.....ψέμα τους,εις βάρος των ανθρώπων που με τον μόχθο τους προσπαθούν να χτίσουν κοινωνία με .....ιδανικά. (Φέισμπουκ).
  2. τα μοναστήρια στην Πόλη, τα γεμάτα από ταυραμπάδες που τα έξυναν ψέλνοντας αντί να πολεμούν στα τείχη. (Φόρουμ).
  3. μακρά από τσ'. εκκλησές και τσι. ταυραμπάδες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Όχι, δεν είναι κάποιο εξαφανισμένο και συγγενές είδος του αυστραλοπίθηκου, είναι απλά ένας ακόμη μειωτικός χαρακτηρισμός για φανατικό μουσουλμάνο, τ. ισλαμοσταλίνα. Ταυτοχρόνως, υπονοεί ότι το εν λόγω άτομο διαθέτει και τέρμα χαμηλό πολιτισμικό και πνευματικό επίπεδο. Το αντίστοιχο δηλαδή του χριστιανοταλιμπάν, απλά βγαίνει σε μουσλίμι.

1. ΓΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΖΩΑ ΜΙΛΑΜΕ... ΟΙ ΙΣΛΑΜΟΠΙΘΗΚΟΙ ΤΗΣ ΜΠΟΚΟ ΧΑΡΑΜ ΕΚΤΕΛΟΥΝ ΚΟΣΜΟ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ... ΚΑΠΝΙΣΜΑ!

2. ΙΣΛΑΜΟΠΙΘΗΚΟΙ ΟΙ ΤΖΙΧΑΝΤΙΣΤΕΣ... ΞΕΠΑΣΤΡΕΥΟΝΤΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ

(από Rebelais, 16/02/15)Ένας αυθεντικός αυστραλοπίθηκος (από Rebelais, 16/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρωμούσα, το μικρό αυτό σκαθαρέ και πλακέ λαχανί έντομο που πετά απότομα και χτυπιέται σαν τρελό στους τοίχους και τα παραθύρια, το οποίο δεν πρέπει να σκοτώνουμε αλλά απλώς να απομακρύνουμε (δεν τσιμπάει), γιατί αλλιώς βρωμάει τρελά, εξού και η λέξη βρωμούσα. Τώρα γιατί λέγεται και κλασοπαπαδιά, δεν το γνωρίζω... Μάλλον μια κλανιάρα παπαδιά είναι ό,τι χειρότερο και πιο σιχαμερό μπορεί να μας έβρει και θυμίζει τη μυρωδιά της σκοτωμένης βρωμούσας...

- ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!
- Αμάν ρε Φωφώ, μην κάνεις πια έτσι με κάθε τι που πετάει! Κλασοπαπαδιά είναι, να, πάει, την έβγαλα έξω, εντάξει είμαστε τώρα;

(από mafie, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός εντόμου που διακατέχεται από επιμονή και έχει γνώσεις «κομάντο» (έπεται εξήγηση). Κατά τη διάρκεια καλοκαιρινής νύχτας, ενώ έχεις ήδη κλείσει τα μάτια σου κι έχεις παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα, προσπαθεί να σε ξυπνήσει και να εξερευνήσει το εσωτερικό του αυτιού σου κάνοντας οξύ θόρυβο. Συνήθως πρόκειται για κουνούπι ή σκνίπα που έχει σίγουρα συγγένεια με τον Βελζεβούλ, καθότι τέτοια βασανιστήρια μόνο αυτός κάνει. Η προσπάθειά σου (που συνοδεύεται από βρισίδι απείρου κάλλους) να το βρεις και να το σκοτώσεις ανάβοντας το φως, καταλήγει σε αποτυχία, γιατί κατά έναν περίεργο τρόπο το συγκεκριμένο διαόλι γνωρίζει κάλυψη/απόκρυψη/παραλλαγή (οι γνώσεις «κομάντο» που προαναφέραμε). Το σκηνικό επαναλαμβάνεται αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της νύχτας και το πρωί αποφασίζεις να πάρεις ταμπλέτες, παρόλο που είναι ανθυγιεινές, με τη δικαιολογία «καλύτερα να πεθάνω από χημικά, παρά από αϋπνία (γαμώ το καντήλι του για έντομο)». Απαντάται και σε μύγα κατά τον μεσημεριάτικο ύπνο/λήθαργο, αλλά αντιμετωπίζεται πιο εύκολα γιατί αυτό το είδος δε γνωρίζει κάλυψη/απόκρυψη/παραλλαγή.

-Α ρε κέρατο!!! Δυο ώρες μ’έχεις ξύπνιο! Δε θα σε πιάσω;!... Θα σου @#$^%$##@!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified