Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)
Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.
Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.
Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)
Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.
Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.
Got a better definition? Add it!
Published
Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει οδηγηθεί σε μέθη.
Χαρακτηρισμός για άτομο που κλαίει για τη γκόμενα που έχασε.
Χελώνα αφού επιχείρησε να περάσει την εθνική οδό.
Κοίτα τον! Πάλι πίτα είναι!
Τον καημένο τον Μάκη! Από τότε που τον άφησε η Γιάννα έχει γίνει πίτα!
Μπαμπά κοίτα την χελώνα! Είναι τελείως πίτα !
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κατάσταση κατά την οποία ένα η περισσότερα άτομα έχουν λιώσει και συνήθως βρίσκονται υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικού. Κοινώς είναι μια κατάσταση γάμησέ τα, ιδιαίτερα όταν το άτομο ή τα άτομα έχουν καταληφθεί από αρνητικά συναισθήματα.
- Άει παράτα με και συ ρε, μέσα στη γαμησετάια μου!
Got a better definition? Add it!