Το θηλυκό του Ελληναράς. Το καταχωρίζω αυτονόμως, γιατί νομίζω ότι έχει τη δική του αυτόνομη σλανγκική ζωή.

Κατ' αρχήν, είναι πολύ πιο σπάνιο από τα Ελληνάρας και Ελληναράς. Κατά δεύτερον, η έρευνα που έκανα στον γούγλη μου έδειξε ότι εντέλει σπάνια έχει σημασία αντίστοιχη με το Ελληναράς, δηλαδή σχετικά σπάνια σημαίνει την εθνικίστρια υπερπατριώτισσα. Και περισσότερο όταν παρατάσσεται με το Ελληναράς στην ίδια πρόταση.

Χαρά και ανακούφιση σε όλους τους Ελληναράδες και Ελληναρούδες από άκρη σε άκρη της Επικράτειας.... Από το ΛΑΟΣ μέχρι το ΚΚΕ. (Βιβλίο ΣΤ' Δημοτικού τέλος!).

Συνηθέστερα δηλώνει ό,τι και τα Ελεεινίδα, Ελλεεινίδα, Ελλεηνίδα, δηλαδή την Ελληνίδα με κάποιες ειδικές θεωρούμενες (σεξιστικώς τε και εθνοφαυλιστικώς) παθολογίες της. Από αυτήν την άποψη είναι πιο κοντά στο Ελληνάρας παρά στο Ελληναράς. Ελληναρού μπορεί λ.χ. να είναι η συχνάζουσα στα Ελληνάδικα. Το βρίσκω με μια ουδέτερη σημασία σε ομώνυμο άζμα:

Ελληναρού ελληναρού είσαι γυναίκα παντός καιρού. (Σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, άζμα του Θανάση Πύθουλα)

Ελληναρού

Συχνότερα δηλώνει μια Ελληνίδα με θεωρούμενα (σεξιστικώς και εθνοφαυλιστικώς) ως αρχετυπικά ελαττώματα: Λ.χ. είναι τεμπελληνίδα, κατίνα, κακομαθημένη, κερατώνει τον άντρα της, είναι ζηλιάρα, έχει όλες τις ορμόνες φερτηκαρταρεκαργιόλη, νυφουλίνη, πονοκεφαλίνη, τηλεφωνίνη κ.τ.ό., είναι καλοβλαμμένη μικροαστή και πετάει ανάλογες ατάκες ή ελεεινή βουπού πλουσιέξ ή καγκούρω μπουρναζογκόμενα, σε κάθε περίπτωση ή τριτοδεύτερη ή τελευταία.

Κλασσικές αχαΐρευτες Ελληναρούδες.... Να είναι τυχαίο που όλες τους είναι χωρισμένες; (Σχόλιο στο βιντεάκι πιο κάτω).

Ελληναρούδες στη Μύκονο

Και οι πατροπαράδοτοι ελληναράδες λεβεντομαλάκες του 95%, που πουλάνε πνεύμα και ηθική στη γυναικούλα τους και μετά πάνε στη Ρωσίδα υπάρχουν διότι υπάρχουν και οι αντίστοιχες ελληναρούδες ξινο-κατίνες του 95% που πουλάνε πνεύμα και ηθική στον αντρούλη τους και μετά πηδιούνται με τον γείτονα. (Τριαντάρα μπλόγκσποτ).

Ενίοτε χρησιμοποιείται υβριστικώς χωρίς να προσδιορίζονται περαιτέρω τα χαρακτηριστικά της βρισιάς.

Προς πατσαβουρα αριστεροκεντρωα εκσυγχρονιστρια σημιτικια, παλιοκαργια σε ειδα σημερα στη νεριτ στο πρωινο, εκμεταλλευση για ψηφους εσκουζες η ορθοδοξια και τα λειψανα σου εχω πει και σε σενα καργια και στις αλλες καρακατσουλες ευπορων προαστειων ελληναρουδες ευρωπαιες μουστογριες καρακαξες 150 χρονια μωρή λινάτσα η αριστερα σου τι αλλο κανει απο το να εκμεταλλευεται τα προβληματα του εργατη και του φουκαρα ΓΙΑ ΨΗΦΑΛΑΚΙΑ? (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χτυπάει γκόμενες κατά συρροή, που αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, ο Καζανόβας, ο Δον Μήτσος Κιλώτης, ο Τζέμης Μποντ τ. fuck and let die, ο φαρμακοψώλης, ο σκοτώνω. Γενικά το τελικό συστατικό -φονιάς προσδίδει σεξιστικώς ένα είδος ανδρισμού, γιατί άντρας που δεν είναι γκαζοφονιάς, ρακοφονιάς, ή, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, και μπαζοφονιάς, δεν είναι άντρας. Σημειωτέον ότι στο -φονιάς μπορεί να υπάρχει και μια ελαφρά μειωτική χροιά, λ.χ. ο γκαζοφονιάς να είναι αυτός που πατάει γκάζι σαν ούγκανος εις βάρος της πχοιότητας της οδήγησης, έτσι κι ο γκομενοφονιάς μπορεί να είναι και -φονιάς ως σαβουρογάμης ό,τι κάτσει ή ως κάποιος που χάνει ευκαιρίες για πχοιοτικές σχέσεις μέσα στη φούρια του. Θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά ψυχανάλατα για τη σχέση σεξ και θανάτου, τόσο της ερωμένης, όσο και του ερώντος, αλλά προτιμώ να δώσω τον λόγο στα παραδείγματα.

  1. Ντανιέλος ο Γκομενοφονιάς. Επειδή σήμερα, εκεί που έψαχνα καμιά καλή φωτογραφία να σχολιάσω, με έπιασε μία απίστευτη πρεμούρα και σιχαμάρα με όλα τα πλαστικά βυζιά στον κόσμο της σόου βυζ (ο προσωπικός μου κρυπτονίτης), θέλω να δούμε ένα κλασικό αγόρι για να ευθυμήσουμε. [...] [Πιο χαμηλά]24. Ααααχ Όλγιες Κιρουλένκες που μας ματσαλάτε όλα τα καλά πουλιά... Στωναγμός. [...] Γιατί το πίνω το Μαρτίνι (Rosa Eske-me-nazy remix). Εις υγείαν και καλό σαββατοκύριακο. Labels: Daniel Craig, γκομενάκι, λιγούρες, ταινίες, φουσκοδεντριές. (Εδώ).
  2. Μόνο δύο εξαιρέσεις υπήρχαν. Η πρώτη ήταν ο Μιχάλης, γνωστός και σαν "Ραλίστας" ή "Αετονύχης" ή "Γκομενοφονιάς" ή "Ο ψηλός με τη Γιαμάχα" ή "Ε.Π.Μ.Κ.Α.Χ (Επίσημος Προμηθευτής μαύρου Και Άλλων χόρτων"), ο οποίος είχε πάρει απόφαση ότι δεν πρόκειται να γράψει πάνω από τρία και άρα δεν είχε κανένα άγχος. (Εδώ).

Ο Ντανιέλος ο Ουκρανιδοφονιάς του πρώτου παραδείγματος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified