Further tags

Ρατσιστικός χαρακτηρισμός για τη Φιλιππινέζα στα κομμέ, ιδίως αν είναι πινέζα σε ύψος και πιπινέζα σε εμφάνιση και ακαθόριστη ηλικία, προερχόμενη από νησάκι στην πινέζα του χάρτη.

Για τα γεράματά μου θέλω να κάνω σχέση με μια πινέζα. Ξέρει κανείς κανένα καλό app, όπου να μπορώ να βρω;

Got a better definition? Add it!

Published

Η μπάλα στα αθλήματα ιδίως όταν μπαίνει και βγαίνει από τον στόχο.

Πάλι μπήκε και βγήκε από το καλάθι η πόρνη!

Got a better definition? Add it!

Published

Απόδοση στα ελληνικά της αγγλικής έκφρασης alpha male, προερχόμενης από την ηθολογία, και η οποία σημαίνει τον άνδρα που είναι πολύ αρρενωπός, κυριαρχικός, ηγεμονικός, ανταγωνιστικός, τεστοστερονάτος κ.ο.κ.

Καλό είναι ο πρόεδρος μιας χώρας να μην είναι και πολύ αλφάς, γιατί μπορεί να σου κάνει κανέναν πόλεμο στο ξεκούδουνο.

Got a better definition? Add it!

Published

Ομοφοβικός μειωτικός χαρακτηρισμός για ανοικτά ομοφυλόφυλους υπερήρωες. Είναι ο εναλλακτικός Μπάτμαν που έχει ιδιαίτερες διαδράσεις με τον Ρόμπιν.

Τι Μπάτμαν της Αριστεράς δήλωσε ότι είναι στους Πρωκταγωνιστές; Να έλεγε buttman να το καταλάβω.(ΦΒ)

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιακό: Μέρος όπου μαζεύονται πολλές γυναίκες που επιδιώκουν γνωριμία με άνδρες, με απώτερο σκοπό τον γάμο. Πλέον τα νυφοπάζαρα παίρνουν τη μορφή reality shows και διαδικτυακών εφαρμογών. Πολλές φορές εκφυλίζονται σε νυφομπάζαρα.

Η πρακτική έχει εμπνεύσει τραγούδι και ταινία.

Survivor All Star: Ο Βασάλος διαμαρτύρεται για το «νυφοπάζαρο» και «πετσοκόβει» Σάκη και Μαριαλένα (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παθητικός ομοφυλόφιλος.

Οι κλανοκαποτες Άγγλοι γύρισαν πίσω στη δυστυχία τους ή έμειναν Βραζιλία να δουν την Ελλάδα και τις υπόλοιπες 15 καλύτερες ομάδες του κόσμου; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Το "Εμμανουέλα" σε πρώτη ανάγνωση παραπέμπει σε μια γυναίκα ψωλού σε βαθμό εκπόρνευσης. Όμως ο γνήσιος σλανγκιάρης* γυμνοσάλιαγκας της ασφάλτου το χρησιμοποιεί για να πειράξει ή να μειώσει αρσενικά είτε για κάποια αντιαρσενική τους ενέργεια είτε εντελώς αυθαίρετα για τον ανδρισμό τους.

Συνώνυμα/σπέκια: πουστάρα, πουσταρά, πουστράτζα, (κωλ)αδερφή, πούστη νέε, ξεκωλιάρη, γαμιόλη, ψωλορουφήχτρα, πιπαδόρε κτλπ.

Το "Εμμανουέλα" βέβαια είναι πιο ιδιαίτερο και χρησιμοποιείται κυρίως από μερακλήδες αστειάτορες μέσης ηλικίας με φωνή για ντάτσουν. Απαντάται συνήθως σε εξέδρες ποδοσφαιρικών ή μπασκετικών αγώνων, κυρίως από Β' εθνική και κάτω. Είναι εξάλλου μια λέξη που απαιτεί κοινό και ιδιαίτερη ατμόσφαιρα για να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες της.

Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από τη σειρά ταινιών σοφτ πορνό "Emmanuelle" με την αψεγάδιαστη Ολλανδή και-παρθένα-και-πουτάνα Σίβλια Κριστέλ (28 Σεπτ. 1952 – 17 Oκτ. 2012)

*Το σλανγκιστής είναι πολύ ιντελεκτουέλ για τα συμφραζομενα

Σε αγώνα μπάσκετ β΄εθνικής από την εξέδρα:
-Ρε μαλάκα Σορώκο! Βγάλε τον έξω τον Υφαντή να πουμε! Τι κοιτάς μωρή Εμμανουέλα! Άντε και γαμήσου μωρή σημαδούρα!

μωρή Εμμανουέλα 25-2-2018

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός είναι ο καναπές, όπου κάθεται ο κώλος μας αναπαυτικά, ή η πράξη ή συνήθεια του καθισιού, της ραστώνης, νωθρότητας, απάθειας, ή ο ίδιος ο καναπεδάκιας.

  1. Κατέβηκα στην προκυμαία και περπάτησα μέχρι το λιμάνι, διαδρομή που κάναμε παλιά για να ξεμουδιάσει ο κώλος μας από την κωλοκαθίστρα. (Εδώ).
  2. Το σημαντικότερο εδώ να σημειώσω, είναι ότι θα ξελακουβιάσει η καρέκλα που από την κωλοκαθίστρα έχει αλλάξει χρώμα. (Εδώ).

Αφεδύο είναι η γυναίκα ή κόρη που προσφέρεται για πρωκτογάμευση, που κάθεται με τον κώλο. Και κατά μεταφορική επέκταση ο κάθε ηττημένος, διασυρμένος, συντετριμμένος, ξεφτιλισμένος.

Έβαλε δυο γκολ στην Κ20 και την κωλοκαθίστρα Ιτάνζ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θηλυκό του Ελληναράς. Το καταχωρίζω αυτονόμως, γιατί νομίζω ότι έχει τη δική του αυτόνομη σλανγκική ζωή.

Κατ' αρχήν, είναι πολύ πιο σπάνιο από τα Ελληνάρας και Ελληναράς. Κατά δεύτερον, η έρευνα που έκανα στον γούγλη μου έδειξε ότι εντέλει σπάνια έχει σημασία αντίστοιχη με το Ελληναράς, δηλαδή σχετικά σπάνια σημαίνει την εθνικίστρια υπερπατριώτισσα. Και περισσότερο όταν παρατάσσεται με το Ελληναράς στην ίδια πρόταση.

Χαρά και ανακούφιση σε όλους τους Ελληναράδες και Ελληναρούδες από άκρη σε άκρη της Επικράτειας.... Από το ΛΑΟΣ μέχρι το ΚΚΕ. (Βιβλίο ΣΤ' Δημοτικού τέλος!).

Συνηθέστερα δηλώνει ό,τι και τα Ελεεινίδα, Ελλεεινίδα, Ελλεηνίδα, δηλαδή την Ελληνίδα με κάποιες ειδικές θεωρούμενες (σεξιστικώς τε και εθνοφαυλιστικώς) παθολογίες της. Από αυτήν την άποψη είναι πιο κοντά στο Ελληνάρας παρά στο Ελληναράς. Ελληναρού μπορεί λ.χ. να είναι η συχνάζουσα στα Ελληνάδικα. Το βρίσκω με μια ουδέτερη σημασία σε ομώνυμο άζμα:

Ελληναρού ελληναρού είσαι γυναίκα παντός καιρού. (Σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, άζμα του Θανάση Πύθουλα)

Ελληναρού

Συχνότερα δηλώνει μια Ελληνίδα με θεωρούμενα (σεξιστικώς και εθνοφαυλιστικώς) ως αρχετυπικά ελαττώματα: Λ.χ. είναι τεμπελληνίδα, κατίνα, κακομαθημένη, κερατώνει τον άντρα της, είναι ζηλιάρα, έχει όλες τις ορμόνες φερτηκαρταρεκαργιόλη, νυφουλίνη, πονοκεφαλίνη, τηλεφωνίνη κ.τ.ό., είναι καλοβλαμμένη μικροαστή και πετάει ανάλογες ατάκες ή ελεεινή βουπού πλουσιέξ ή καγκούρω μπουρναζογκόμενα, σε κάθε περίπτωση ή τριτοδεύτερη ή τελευταία.

Κλασσικές αχαΐρευτες Ελληναρούδες.... Να είναι τυχαίο που όλες τους είναι χωρισμένες; (Σχόλιο στο βιντεάκι πιο κάτω).

Ελληναρούδες στη Μύκονο

Και οι πατροπαράδοτοι ελληναράδες λεβεντομαλάκες του 95%, που πουλάνε πνεύμα και ηθική στη γυναικούλα τους και μετά πάνε στη Ρωσίδα υπάρχουν διότι υπάρχουν και οι αντίστοιχες ελληναρούδες ξινο-κατίνες του 95% που πουλάνε πνεύμα και ηθική στον αντρούλη τους και μετά πηδιούνται με τον γείτονα. (Τριαντάρα μπλόγκσποτ).

Ενίοτε χρησιμοποιείται υβριστικώς χωρίς να προσδιορίζονται περαιτέρω τα χαρακτηριστικά της βρισιάς.

Προς πατσαβουρα αριστεροκεντρωα εκσυγχρονιστρια σημιτικια, παλιοκαργια σε ειδα σημερα στη νεριτ στο πρωινο, εκμεταλλευση για ψηφους εσκουζες η ορθοδοξια και τα λειψανα σου εχω πει και σε σενα καργια και στις αλλες καρακατσουλες ευπορων προαστειων ελληναρουδες ευρωπαιες μουστογριες καρακαξες 150 χρονια μωρή λινάτσα η αριστερα σου τι αλλο κανει απο το να εκμεταλλευεται τα προβληματα του εργατη και του φουκαρα ΓΙΑ ΨΗΦΑΛΑΚΙΑ? (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξιστική λέξη παλαιάς κοπής για τη γυναίκα που έχει πολλούς εραστές και θεωρείτο εύκολη και ανυπόληπτη, για την ψαροκασέλα, ψωλαποθήκη κ.τ.ό. Ως ψωλοκασέλα εννοείται ειδικότερα το μουνί, η ψωλότσεπη, αλλά μετωνυμικώς και η όλη γυναίκα.

Τι ήτανε; Μια ψωλοκασέλα ήτανε, αλλά από όταν τύλιξε τον Τιμόθεο μπήκε στα σαλόνια της καλής κοινωνίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified