Το γαμήσι, ιδιαίτερα εάν αυτό πίπτει αγρίως.

Εκ της πούτσης (< πόσθη) και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ιδι που προσδίδει στα ουσιαστικά ένα δυναμικό ζενεσεκουά (βλ. πιχί κλανίδι, κωλίδι, μουνίδι, τουμπίδι, ψωλίδι, κ.ταλ.).

Πιο βουκολικά εκφέρεται ως π'τσίδ'.

1.
«Άσε πια τον Καπουτζίδη, έλα να σου ρίξω ένα πουτσίδι»! #skliro_porno.

2.
Αφού ο άντρας δέχεται να του σκυλογαμάει ο σπιτωμένος εραστής τη γυναίκα και του αρέσει (μάλλον τρώει κανά πουτσίδι και αυτός), οκ.

3.
Κάποιες από αυτές, είναι ωραία κομμάτια, και δε νομίζω ότι θα έλεγε κάποιος όχι στο να πέσει κανα πουτσίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιο μαγκιόρικη εκδοχή για τα χύσια και ό,τι αυτά συνεπάγονται.

  1. Φιλικο στην Τουμπα,ΠΑΟΚ-Αρης....εχει παει στα ασπονδυλα ο Αλεξανδριδης και σε καποια φαση ακουγεται το απιστευτο.........«Κοντε...@ρχιδι...μισο χυσιδι»

  2. Γιατι ανφολο μωρη...Πηγε το χυσιδι στα ματια σου;

  3. Α!!! και κατι αλλο κατούρα και λίγο, δεν μπορουμε αλλο χυσιδι !!!

(Από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified