Έδεσμα ακριβώς αντίθετο από το κουτόχορτο. Όταν το τρως γίνεσαι αίφνης πονηρός και εξυπνάκιας. Με άλλα λόγια, ρωτάμε έναν συνομιλητή αν έχει φάει πονηρόπιτα σε περιπτώσεις που προσπαθεί να μας ξεγελάσει και νομίζει ότι δεν θα το καταλάβουμε, ή που το παίζει έξυπνος, εξυπνίδης, αλητίστας.

Μερικές φορές το τρώω πονηρόπιτα μπορεί να δηλώσει ότι πέφτω θύμα πονηριάς, αν και μάλλον κατά παραφθορά της αρχικής σημασίας της φράσης κττμγ, ενώ κερνάω πονηρόπιτα ότι προσπαθώ να πιάσω κάποιον κότσο.

  1. γεννηθήκατε έξυπνοι η φάγατε πονηρόπιτα; 2 μήνες στο πεύκο και 3 μήνες παραμεθώριο έκανα..και μαγκιά μου που είχα βύσμα και μπήκα σε γραφείο..εγώ τουλάχιστον πήγα..και δεν κόπηκα σαν γιωτόμπαλο όπως εσείς.. (Εδώ).

  2. πονηροπιτα φαγατε το πρωι ε;αντι να πειτε ενα μπραβο που ελληνες διαπρεπουν στο εξωτερικο το παιζετε γατακια.χαζεψατε απο τη φαπα και γινατε μαγκες στο ιντερνετ. (Εδώ).

  3. έλα αγορίνα, αλλού η πονηρόπιτα, σε αυτούς που σε πέρνει και την τρώνε. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παμπόνηρος άνθρωπος, ο πιο πονηρός και από γάτα.

Δεν χαρακτηρίζει τον έξυπνο, αλλά και δεν φέρει μειωτική χροιά. Είναι ο καλών προθέσεων πονηρός, που δεν είναι απατεώνας.

Ακόμα χρησιμοποιείται και για χαϊδευτικό μεταξύ ερωτευμένων, ή από γονείς προς παιδιά (ενίοτε με καμάρι).

Σύνθετη λέξη, παιδί του μπαμπά «πονηρός» και της μαμάς «κατσούλα (γάτα)». Η δε μαμά προέρχεται από το μεσαιωνικό «κάτα» = γάτα, και «κατ(σ)ίον» = γατάκι, από τα οποία έγινε η κατσούλα που ακόμα χρησιμοποιείται σε όλη σχεδόν την Πελοπόννησο και ιδιαίτερα στη νότια.

Χαρακτηριστική η διήγηση για τον πρωτευουσιάνο δάσκαλο που μάθαινε ανάγνωση τα πρωτάκια σε χωριό της Πελοποννήσου.

Δάσκαλος: - Εσύ Κωστάκη, Γ+Α;
Κωστάκης: - ΓΑ, κύριε.
Δάσκαλος: - Μπράβο, Τ+Α;
Κωστάκης: - ΤΑ, κύριε.
Δάσκαλος: - Μπράβο, και όλο μαζί;
Κωστάκης: - Κατσούλα κύριε.

Η κατσούλα = γάτα, δεν έχει την ίδια καταγωγή με την κατσούλα = σκούφια. Η τελευταία προέρχεται από την Ρουμάνικη λέξη για την τριγωνική σκούφια του κεφαλιού.

  1. - Πώς σου φάνηκε ο Τάκης;
    - Συμπαθής, είναι και πονηροκατσούλα.

  2. - Μπαμπά, ήμουν καλό παιδί, θα μου πάρεις παγωτό;
    - Θα σου πάρω, αλλά είσαι μια πονηροκατσούλα εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρόσωμος ποδοσφαιριστής με έφεση στην πονηριά.

Προσέξτε τον κοντοπούτανο, το δεκάρι, όταν βγαίνει από πίσω.

(από godfatherfunk, 24/10/12)(από godfatherfunk, 24/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που αποδίδει την πατρότητα της στον Λιακό και αποτελεί παράφραση της λέξης πουτανιά, που έχει όμως τη σφραγίδα του Βλαδίμηρου Πούτιν αφού χρησιμοποιώντας τη μαεστρία και την ευελιξία του, ως γριά πουτάνα βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά από τους ραδιούργους, αφού μπορεί να σκαρώνει κομπίνες, πλεκτάνες και να μεταχειρίζεται πλάγιες οδούς ώστε να αποδεικνύεται πιο καπάτσος στις περιστάσεις, παγιδεύοντας τους ραδιούργους στην ίδια τους την παγίδα.

- Πήγε που λες η Γεωργία,με τις πλάτες της Αμερικής να το παίξει λιοντάρι στην Οσετία, αλλά λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο.
- Γιατί;
- Γιατί άρχισε ο Βλαδίμηρος τις πουτινιές, αφού ως γνωστόν στην πουτάνα πουτανιές δε χωράνε και έκανε τη Γεωργία καλοκαιρινό μαγαζί. Χέστηκαν επάνω τους οι Γιάνκηδες. Δε σου λέω τίποτα. Ακούνε Πούτιν... κι όπου φύγει φύγει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified