Πίνω βαθιές ρουφηξιές ναρκωτικής ουσίας (τσιγαριλίκι, κρακ, κρίσταλ μεθ, κ.ταλ.) και φτιάχνομαι.
Χασισλάνγκ αβέβαιης ετυμολογίας με καταβολές από τα καλιαρντά.
1.
  Ανάλω νταμίρα
  η ντάνα η μοίρα
  τα μπουτ μου αβέλει κουλά
  Αβέλω μια φούμα
βινάρω την ντούμα
  κι αρχίζω σερσέ για τουλά
- 
  Βινάρω: καταπίνω, πίνω τον καπνό από το τσιγαριλίκι και τη βρίσκω, την ακούω πιο γρήγορα, το γνωστό που ακούγεται: Πίνω χασίς!
 (Λεξικό της Ντάγκλας, Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου, εκδόσεις Opera, 1995)

