Σλανγιωτατισμός για τον αυνανισμό.

Η Τζέσικα πεομαλάσσει στο πριβέ με ένα εξτραδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι. (Δες).

Φαλλομυζεί όλη μέρα, θα τυφλωθεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά σημαίνει αυνανίζομαι, ως ένα εργόχειρο που το κάνει κανείς μοναχός του.

Βουέλει μουντζά και καλογεροκεντάει.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι.

Πήρε θεματάκι από την παραλία και τον έχει αβγοκόψει.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι. (Δες).

Έχει χειροτονωθεί και είναι έτοιμος να προχωρήσει.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι (δες).

Χειρογλεντάει όλη μέρα ο γρόθος.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι εκ του καλιαρντής προέλευσης φλοκάρω.

Σολοφλοκάρει όλη μέρα, τον έχει κάνει λάστιχο.

Got a better definition? Add it!

Published

Ψευδοαρχαίος σλανγιωτατισμός που σημαίνει αυνανίζομαι.

Πεοταλαντώνει ενδοπαλαμικώς καθ' εκάστην ο μάλαξ.

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο του σκατοποστάρω, από το αγγλικό shitposting, σημαίνει τη συστηματική ανάρτηση στο διαδίκτυο ποστ με σαχλό, ηλίθιο ή προκλητικό και τρολ περιεχόμενο, προκειμένου μεταξύ άλλων να προκληθούν αντιδράσεις, όπως χαβαλές ή και πολιτικά αποτελέσματα.

Σιτποστάρω ακούγοντας μπλίνκ και βλέποντας αμέρικαν πάι. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά σημαίνει χέζω. Από την πούλη (=πρωκτός < bul =πίσω, πισινός στη ρομανί) και το πύργος. Εννοείται δηλαδή ότι με τον κώλο μου στρώνω έναν πύργο από σκατά. Μάλλον διατηρεί και τις μεταφορικές σημασίες του χέζω.

ΠΡΟΣ κον [...] κοινώς Πισωκέντη ή πισωγλέντη ή θηλυδρία, στα περί Ομοσπ., απ' ό,τι γνωρίζω, ο κουβάτσος άμα ακούει περί ομοσπ. βγάζει σπυράκια και αλλεργικά εξανθήματα. Μίλησε μαζί του και θα το διαπιστώσεις και εσύ ο ίδιος, αν τολμάς φυσικά, ευρίσκεται συνήθως σε γνωστό στέκι. Αλλά σε προειδοποιώ για το καλό σου να είσαι καλά προετοιμασμένος, γιατί έχει αγκάθια. Με λίγα λόγια, πουλοπυργώνει σουάντες, για τους πουλοβιδωμένους στην υπόγα της σέκτας Ομοσπονδίτσας, που άλλη δουλειά δεν έχουν και πλεγιάρουν– νταπ, ξεβράκωτοι (τους πήρε μάτι κάποια πονηροντόγκα απ έξω). Σεμνά και ταπεινά, διεμβολέας. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified