Ρίχνω άκυρο, εκθέτω κάποιον διαψεύδοντάς τον δημόσια και κατηγορηματικά και γενικά αποδεικνύοντας ρητά ή υπόρρητα ότι αυτά που λέει και κάνει είναι άκυρα.

Πάσα (Δ.Π.): vikar.

  1. Και πάνω που είχε αρχίσει ο πρετεντέρης την κασέτα, πετάγεται ένας που δεν τον ήξερε ούτε η μάνα του από τα παραθύρια και τον βγάζει μαλάκα! Και με στοιχεία! Θεούλης!

2. Γυναικείο ένστικτο είναι αυτό που σε βγάζει μαλάκα πριν προλάβεις να το κερδίσεις με την αξία σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση «είμαστε στον αέρα» αυτονομήθηκε από τα αυστηρά ραδιοτηλεοπτικά πλαίσια, αποδίδοντας την έννοια: σύρμα, μάς ακούνε, είμαστε εκτεθειμένοι.

- Κρύβε λόγια, είμαστε είμαστε στον αέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρέωμα (ρήμα χρεώνω, παθ. χρεώνομαι) αποτελεί, με λίγα λόγια, το κάρφωμα. Την ακούσια, συνήθως, αποκάλυψη μιας πράξης ή συνήθειας που δεν είναι συνετό να αποκαλυφθεί. Χρησιμοποιείται ευρέως μεταξύ χασικλήδων είτε αναρχικών. Από τους πρώτους, για την πράξη κάποιου η οποία βάζει σε κίνδυνο την αγάπη τους για το ..εχμ.. βότανο, για τους δεύτερους την ελευθερία τους από την αστυνομία.

  1. Ρε μαλάκα κράτα τον φοσμπά σαν άνθρωπος, χρεώνεσαι σε όλο το πάρκο!

  2. Ρε συ φόρα μαύρα όταν θα πάμε να σπάσουμε την τράπεζα, μη χρεωθείς μετά!

  3. Μα πες μου, κυκλοφορείς με τα χρεωμένα χαρτάκια (σ.ς. που λείπει το πάνω μέρος για την δημιουργία τζιβάνας);

Βλέπε και χου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως μεταβατικό: αφήνω κάποιον ξεκρέμαστο, δεν του παρέχω την υποστήριξη και την κάλυψη που θα έπρεπε.
  2. Ως αμετάβατο: βρίσκω χρόνο να κάνω κάτι, προλαβαίνω, ευκαιρώ. Επίσης, κατουράω, ξαλαφρώνω.
  1. - Τόσον καιρό τον υποστήριζα και τώρα που ήρθε η ώρα δείξει αν είναι φίλος, με άδειασε κανονικά!
    - Εγώ στά 'λεγα: μεγάλο καθίκι ο Ρένος!

  2. - Πότε θα πάμε για κανένα καφεδάκι;
    - Θα σε πάρω από βδομάδα, γιατί τώρα δεν αδειάζω καθόλου.

  3. - Βαρέθηκα σε αυτό το μαγαζί, σαλούν είναι!
    - Πάω να αδειάσω μια στιγμή και φύγαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified