Έδειξα την κλάση μου. Αποφάνθηκα - τελεία com, έβγαλα απόφαση αφού. Τέρμα οι κουβέντες, αλεβουζάν!

Μόνο στον αόριστο (άντε και στον υπερσυντέλικο).
Συνώνυμο: είπα.
Ο θεός μίλησε:εδώ

Σημείωση
Παίζει και η φράση "μίλησα και είπα", που είναι συνήθως πλεονασμός χωρίς περαιτέρω έμφαση (π.χ. το παιδί μίλησε και είπε"μπαμπά") και βοηθάει να μάθουμε, στην ίδια πρόταση, τί είπε αυτός που περιμέναμε να μιλήσει. (Δες και 7ο παράδειγμα).

  1. -Ο ΛΑΟΣ ΜΙΛΗΣΕ!!!
    -Και τι είπε?
    -νιάου (εδώ)

  2. -μάσ' τα σέα σου!
    -πριτς
    -μίλησα!

  3. Ο άντρας, ο μόρτης, ο μάγκας, ο ασίκης, ο καραμπουζουκλής, η καυλοπαγίδα, ο μπούγκα-μπούγκα μίλησε, αφού πρώτα συνομίλησε με τον “Νέστωρα” της Βουλής Απόστολο Κακλαμάνη (εδώ)

  4. Οι Λιθουανοί ξέρανε το παιχνίδι και μαζί με το άγχος, δεν κάναμε καλό παιχνίδι μέχρι το 30′. Μετά μίλησε η κλάση των παικτών". (εδώ)

  5. Με Δία και Αφροδίτη στο Λέοντα, το ζώδιο του #Tsipras, δε μπορεί παρά να κλείσει η συμφωνία...τα άστρα μίλησαν (εδώ)

  6. Εντάξει παιδιά μίλησε η Λίτσα Πατέρα και είπε ότι οι πλανήτες είχαν μιλήσει. (εδώ)

  7. καλά η ΔΗΜΑΡ υπάρχει ακόμη? σαν τι? αμοιβαδα? έλα Χριστέ και Παναγιά ο Κουβελης μίλησε και είπε ΠΡΟΠΟ (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορική φράση που συντάσσεται μετά από ρήμα ή ουσιαστικό, και είτε το επιτείνει, είτε το μετριάζει και απαξιώνει –ανάλογα με την υπερβολή της μεταφοράς.

Συγκεκριμένα, στην επιτατική χρήση η μεταφορά είναι ακραία: Όταν κάνεις κάτι δίχως αύριο, (α) το κάνεις με τέτοιο μανιασμένο πάθος, τραγική ένταση και απόλυτη προσήλωση, σαν να επρόκειτο να πεθάνεις την επόμενη μέρα, ή να ήξερες ότι επίκειται ολική καταστροφή και αυτή είναι η τελευταία σου φορά· (β) το κάνεις γνωρίζοντας ότι είτε θα το κάνεις καλά ή η αποτυχία θα είναι ολοκληρωτική, με καταστροφικές συνέπειες για το μέλλον σου (κλισέ των αθλητικογράφων, βλέπε παράδειγμα 2).

Στην περίπτωση αυτή, που είναι η πιο αργκοτική, η λέξη είναι ρήμα ή ουσιαστικό που δηλώνει (προσφιλή) πράξη, ενέργεια. Ακούγεται και σε εύλογες παραλλαγές, όπως χωρίς αύριο, σαν να μην υπάρχει αύριο και λοιπά.

Στη μετριαστική-απαξιωτική χρήση η μεταφορά είναι λιγότερο υπερβολική: Κάτι δίχως αύριο είναι κάτι που δεν έχει προοπτικές, που δεν θα έχει επίδραση στο μέλλον, ή που είναι καταδικασμένο σε αποτυχία, και συνεπώς εμπνέει απαισιοδοξία, μελαγχολία και μιζέρια, ή απλά αδιαφορία, βαριεστημένη και διεκπεραιωτική διάθεση (σύγκρινε: για τ' αντέτ').

Στην περίπτωση αυτή, πιο εδραιωμένη και τυπική από την πρώτη, η φράση μπορεί να προσδιορίζει οποιαδήποτε λέξη. Τυπικότερο συνώνυμο: χωρίς μέλλον.

Επιτατικά:

  1. [...] είσαι έτοιμη. αφήνεσαι να μπω μέσα σου. δαγκώνεις τα χείλια σου. είσαι γαμάτη. θέλω να μπω όσο πιο βαθειά γίνεται. να σου προσφέρω τη μεγαλύτερη ηδονή. αυτό θέλω. να χύνεις συνέχεια. να σε γαμάω και να χύνεις. να γαμιόμαστε χωρίς αύριο. (από ιστολόι)

  2. Ντέρμπι ουραγών περιλαμβάνει το σημερινό (19/02) πρόγραμμα της 18ης αγωνιστικής της Α1, καθώς σε ένα ματς δίχως αύριο ο Ηλυσιακός θα υποδεχθεί στα Ιλίσια την ΑΕΚ. Οι δύο αντίπαλοι είναι ισόβαθμοι στην προτελευταία θέση του βαθμολογικού πίνακα και ο νικητής θα πάρει βαθιά ανάσα για τη σωτηρία του. (από εδώ)

  3. — A.I.; Νοημοσύνη; Στο Mortal Kombat μου;;;;;;!;!;; — Σωστά, δεν είχαν σχεδόν καθόλου, οπότε σε έδερναν στεγνά ό,τι και να έκανες. — Παραδεχτείτε τουλάχιστον πως αυτή ήταν η γοητεία του. Κάλοι στα δάχτυλα, αίμα στο gamepad, μανιασμένο α-combo ξύλο χωρίς αύριο και πάντα να χάνεις από τον Goro ή τον Motaro. Κι εσείς λέτε για gameplay...
    (από φόρουμ)

  4. Μαστόρι ο ραλλάκιας. Δε διστάζει να αναμετρηθεί, χωρίς τί, πώς και γιατί, αγνοώντας τη μηχανολογική και τεχνολογική ανωτερότητα του Ιταλού. Σχεδόν αυθαδιάζει. Γι'αυτό μας αρέσει και τον πριμοδοτούμε ηθικά. [...] Οδηγεί με σθένος το υπερστροφικό του ride Και δείχνει να το απολαμβάνει. Kακά τα ψέμματα και αυτό μετράει. [...] Συνοψίζοντας, θα ήθελα να παρακαλέσω να μετριαστούν τα κραξίματα, λες και εμείς [...] δεν έχουμε βρεθεί να κυνηγιόμαστε δίχως αύριο σε δεδομένη ορεινή κορυφογραμμή. [...] Ρομαντικά και ατίθασα νιάτα... (από φόρουμ καυλόγκαζων)

Μετριαστικά-απαξιωτικά:

  1. Κυβέρνηση δίχως πολιτική νομιμοποίηση είναι κυβέρνηση δίχως αύριο. Και μια και καταλήξαμε την προηγούμενη περίοδο στο ότι, ο,τι είναι νόμιμο δεν είναι οπωσδήποτε και ηθικό, η κυβέρνηση δεν έχει πλέον ηθικό ανάστημα, όχι μόνον για να εφαρμόσει το πρόγραμμα της τρόικας, αλλά ούτε καν να αναλάβει οποιεσδήποτε πρωτοβουλίες πολιτικού χαρακτήρα δίχως ανανεωμένη λαϊκή εντολή. (απ' το Έλληνες ονλάιν)

  2. Γιατί μπλέκω πάντα σε σχέσεις δίχως αύριο; Ο Φρόιντ υποστήριζε πως οι γυναίκες έχουν μια τάση προς τον μαζοχισμό. Αν και αρχικά η άποψη αυτή πυροδοτεί αντιδράσεις, αν το σκεφτείς, θα δεις πως η εικόνα μιας γυναίκας που υποφέρει για την αγάπη είναι οικεία σε όλους μας. Τελικά, γιατί μερικές γυναίκες «λατρεύουν» να είναι θύματα επιλέγοντας πάντα λάθος άνδρες; (από γκομενοσάιτ)

against all odds -->ερωτας διχως αυριο! (από electron, 23/02/11)1:29--->Μια  αγάπη δίχως αύριο η αγάπη αυτή...  (από GATZMAN, 24/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποσοτικό επίρρημα που χρησιμοποιείται στον λόγο για έμφαση. Συνώνυμο του εντελώς.

  1. Ρ' εσύ, χθες έγινες λιάρδα μιλάμε απ' τα ξίδια, πρώτη φορά σε βλέπω έτσι. — Άσε, κανονικά... Αφού ειχα να πιώ μήνες ρε.

  2. Μαλάκα, δύο πήγε. Έχουμε φύγει; — Κανονικά.

  3. Της την είχε σπάσει τόσο πολύ, που παίρνει ρ' εσείς το μπόλ με το πάντς και του το αδειάζει κανονικά στο κεφάλι. Τον έκανε τελείως ρόμπα.

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified