Ταφόπλακα στη σλανγκ αποκαλείται:

  • η τελειωτική και αμετάκλητη ενέργεια, η οποία «κλειδώνει» την έκβαση ενός γεγονότος, όπως και η πραγματική ταφόπλακα σφραγίζει την τελευταία κατοικία.
  • στους άνω των 40 (όπου και αρχίζει η επικίνδυνη για εμφράγματα και εγκεφαλικά ηλικία), αποκαλείται η μουνάρα. Ο λόγος είναι ότι μια νύχτα μαζί της σε στέλνει στον τάφο.
  1. (σε καφενείο)
    - Ένα έξι και σε έσκισα....
    - Ονειρέψου...
    (φέρνει εξάρες...)
    - Ένα ζήτησα! Το λοιπόν, μία εδώ, δύο εδώ, και δύο που βάζουν την ταφόπλακα. Σφραγισθέντος του λίθου υπό των ιουδαίων... - Μοίρα...

  2. - Ο Τζόρβας κάνει την πρώτη μαλακία και αναμένουμε, μπας και κουνηθεί ο Παναθηναϊκός. Αλλά τότε με μια δεύτερη κίνηση ματ, βάζει ο ίδιος παίκτης την ταφόπλακα, κάνοντας αυτήν την φοβερή έξοδο...

  3. - Πω, πω, κυρ Μήτσο, βγες να δεις τι ταφόπλακα περνάει απέξω...

(από Vrastaman, 07/11/10)...σε μελέταγα το πρωί, είδα μια ταφόπλακα στη Χρυσή Ευκαιρία μούρλια, να στην πάρω για τη γιορτή σου. (από Galadriel, 01/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν σταματάμε κάτι τελείως απότομα, π.χ. το τσιγάρο.

- Αν θες να κόψεις το τσιγάρο, η συμβουλή μου είναι να το κόψεις μαχαίρι! Μόνο έτσι θα έχεις βέβαιο αποτέλεσμα.

(από Vrastaman, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατακάθι του καφέ.

Από την τουρκική λέξη telve.

Του άρεσε τόσο πολύ το καφεδάκι που του 'ψησα, που το ήπιε όλο μέχρι τον ντελβέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified