Μακράν τα δύο μεγαλύτερα franchise στην Ελλάδα και τον κόσμο. Οι δύο κολοσσιαίες εταιρίες διαθέτουν παρουσία που επισκιάζει τις πολυεθνικές, ενώ το μέγεθος τους συγκρίνεται μόνο με το πέπλο μυστηρίου που καλύπτει την ταυτότητα και την ζωή των ιδρυτριών τους.

Οι φήμες λένε ότι οι δύο γυναίκες είναι στην πραγματικότητα δίδυμες αδελφές από διαφορετικό πατέρα και ότι μετενσαρκώνονται εσαεί όπως ο Δαλάϊ Λάμα, ενώ η ταυτότητα τους είναι πιο μυστική και από του Stig (αν και αυτός τελικά αποκαλύφθηκε!).

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για τις Keyser Söze του Ελληνικού retail.

Ανθή Φύτα

Η Ανθή Φύτα, δραστηριοποιείται στον χώρο της χλωρίδας για καλλωπιστικούς σκοπούς και σύμφωνα με τα ελάχιστα προσωπικά στοιχεία που υπάρχουν, γεννήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου, με αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση των τιμών στα καταστήματα της κάθε χρόνο αυτή την ημερομηνία.

Ο αριθμός των καταστημάτων της είναι τεράστιος και το marketing plan είναι διαχρονικό και καθιερωμένο χωρίς μάλιστα να χρειάζεται καμία διαφήμιση. Τα προϊόντα είναι τόσο σατανικά ενσωματωμένα στο υποσυνείδητο του κόσμου, ώστε καλύπτουν απόλυτα το σύνολο του βίου των πελατών: εγκαίνια, πρεμιέρες, ονομαστικές και άλλες γιορτές και προσέξτε αλυσίδα:

γέννες -> βαφτίσια -> ρομαντικά ραντεβού -> γάμους -> γέννες -> βαφτίσια -> κηδείες -> μνημόσυνα (όπως είπαμε, σατανικό!).

Ακόμη πιο σατανική ήταν η επέκταση της σε όλο τον κόσμο με την ίδρυση της εταιρίας «Διανθής», η οποία για λόγους marketing προωθήθηκε με τον διακριτικό τίτλο Interflora.

Μοναδικός (μερικός) ανταγωνιστής, είναι τα ζαχαροπλαστεία, ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζεται μια συμβιωτική κατάσταση η οποία επιτρέπει στην Φύτα να επεκτείνει και να ανανεώνει την Αυτοκρατορία της.

Δώρα Μπίζου

Η Δώρα Μπίζου είναι ακόμη πιο μυστηριώδης από την (φερόμενη ως) αδελφή της καθώς δεν είναι γνωστή ούτε η ημερομηνία γεννήσεως της. Εικάζεται ότι οι ρίζες της βρίσκονται στην περιοχή Bijoux της κεντρικής Γαλλίας, όπου η ομώνυμη οικογένεια αριστοκρατών τσιφλικάδων υπό την καθοδήγηση της Marie-Claire Liliane de Bijoux, κατασκεύαζε και πουλούσε μινιατούρες ντόλμεν στα παγανιστικά πανηγύρια της περιοχής.

Ειδικεύεται στην διανομή μικροαντικειμένων και κοσμημάτων, είτε με το ίδιο το brand name της, είτε με τις θυγατρικές της Ιαπωνικές εταιρίες Άξε-Σορί. Οι φήμες λένε ότι για να αποκτήσει τον έλεγχο των Άξε-Σορί, στην πραγματικότητα ήταν η Δώρα που καθάρισε τους Crazy 88 και την αρχηγό τους O-Ren Ishii (και όχι κάποια ξανθιά με κίτρινη φόρμα).

Τα καταστήματα της Δώρας Μπίζου συναγωνίζονται σε αριθμό αυτά της Φύτα και σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, τα outlets της μιας περιλαμβάνουν και προϊόντα της άλλης, γεγονός που εντείνει τη φημολογία περί συγγένειας των δύο (βλ. σχετικό μήδι).

Άπειρα παραδείγματα ανά την επικράτεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρωδία του ψευδώνυμου «Κώστας Μύρης» του κριτικού τέχνης Κώστα Γεωργουσόπουλου. Το «Μύρης» προέρχεται από ομώνυμο ποίημα του Καβάφη για έφηβο μυρωμένο με μύρα, το οποίο έχει πολλούς συμβολισμούς. Πάντως το ψευδώνυμο του γνωστού θεατροκριτικού παραφράζεται σλανγκικώς σε «καλομύρη» ή «κακομύρη», ανάλογα με τα γούστα του καθενός, αν του αρέσει η όχι το ιδιάζον ύφος του εν λόγω κριτικού.

Το σλανγκικό ενδιαφέρον του όρου είναι ότι με αφορμή τον Μύρη, ο όρος κακομύρης κατέληξε να χαρακτηρίζει όλους τους κριτικούς σινεμά και θεάτρου και γενικά δημοσιογράφους, οι οποίοι κακομυ(οι)ριάζουν, από την υπερβολική κουλτούρα τους μιζερεύουν και θάβουν ανελέητα και υπερβολικά τα έργα που μας αρέσουν, ενώ χρησιμοποιούν την εξεζητημένη εκφραστική τους δεινότητα για να επιτίθενται ανελέητα σε πρόσωπα και πράγματα. Δηλαδή για έναν γνωστό τύπο κριτικού που συνηθίζεται στην Ελλάδα. Μπορεί βέβαια να χρησιμοποιηθεί και για κάθε κριτικό του κώλου.

Ο όρος «καλομύρης» τώρα. Τακτική του Μύρη ήταν ότι, αφού καθιερώθηκε γράφοντας πολύ δριμείες και αυστηρές κριτικές, στην ωριμότητά του άρχισε τα γλυκόλογα και τις γεροντοκαψούρες. Και ιδίως προς θεατρικά έργα συγκεκριμένων σκηνοθετών (λ.χ. για τον Ευαγγελάτο τον έχουν χτυπήσει πολύ). Οπότε ο όρος «καλομύρης», με αφορμή μόνο τον Μύρη, αναφέρεται σε κριτικούς που επαινούν υπερβολικά. Μια ιδιαίτερη εκδοχή είναι οι κουλτουριάρηδες κριτικοί που επαινούν και έργα της ποπ κουλτούρας για να το παίξουν υπεράνω και άνετοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν οι έπαινοι ορισμένων κριτικών για την ερμηνεία της Καλομοίρας στο Ηρώδειο, όπου προσκλήθηκε από τον φίλο του Μύρη, Διονύση Σαββόπουλο. Οπότε ο όρος «καλομύρης» ήρθε κι έδεσε με την Καλομοίρα. Προς τιμήν πάντως του Σαββόπουλου, είπε μια υπέροχη ατάκα: «Είδατε; Εμένα μου πήρε σαράντα χρόνια να με δεχτούν στο Ηρώδειο, ενώ της Καλομοίρας της πήρε λίγους μήνες»...

- Πάμε να δούμε το «Ο Χάρρυ Πόττερυ και το πήλινο δοχείο νυκτός»;
- Α πα πα! Τό 'θαψε ο κριτικός του Βήματος!
- Άσε μας μωρέ με τον Κακομύρη! Για να τό 'θαψε αυτός, πάει να πει πως είναι καλή η ταινία!

Ο Κώστας Μύρης, "καλομύρης" ή "κακομύρης", ανάλογα με τα γούστα σας... (από Hank, 10/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified