Further tags

Όταν ένα μωρό κλαίει κ ζητάει τη μαμά του ασταμάτητα.

Έλα σπίτι γρήγορα γιατί ο μικρός σε ζητάει ασταμαμάτητα.

Got a better definition? Add it!

Published

Το Ωχ, ωχ, ωχ.... Ειναι ανεξαρτητου φύλλου και ηλικίας ανθρωπος που δημιουργεί προβληματα (Ανικανοποίητος πελάτης, κουραστικός στήν ουρά ενός γκισέ...Ρωτάει για τα πάντα και συνήθως δεν αγοράζει τίποτα) Κακός μπελάς...Γρουσουζης

Πω, πω ρε φιλε.... Δες αυτή που μπαίνει στο μαγαζι... Κλασικο Ωχ,ωχ, ωχ.... Θα μας ζαλίσει

Got a better definition? Add it!

Published

Σχηματική φράση που εμφανίστηκε στην κρίση και αναφέρεται στα χρόνια πριν το 2009, όταν και υποτίθεται ότι περνούσαμε όλοι όμορφα και ωραία πριν έρθει η κρίση και γίνουμε φτωχοί. Γράφεται και "π.κ." κατά το προ Χριστού και προφέρεται "που-κου".

1) π.κ., δηλαδή προ κρίσης, όταν ζητούσαν την άποψή μου για τα κοινά, έσπευδα να την εκφράσω με ζέση (από εδώ)
2) Καλά βγαίνεις κάθε μέρα στα μπουζούκια; Αυτό είναι τόσο π.κ.!
3) Θυμάμαι ότι π.κ. εδώ γινόταν χαμός στο πανηγύρι (εμπνευσμένο από εδώ)
4) Έχω κρατήσει ένα καλό κοστούμι από π.κ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο όρος αναφέρεται στον ανθρώπα-ταγάρι, κάτοικο του βλαχοδουκάτου, που συνδέεται με βαθειούς οσφρητικούς δεσμούς με την ξινίλα. Είναι δηλαδή ο βλαχοξινιόλας. Γράφεται με υ, αλλά και με ι και φυσικά προέρχεται από το δροσιστικό -πάλαι ποτέ βουκολικό- ποτό, ξινόγαλα.

-Συγνώμη κυριε ποιος ειστε και τι θετε?? :-P
γαλατας...!
ξινόγαλος είσαι, αλλά ας μη το κάνουμε θέμα..
-ΑΣΤΑΔΙΑΛΑ μαρη που θα με πεις και Ξυνογαλο!!
-ΕΙΣΑΙ ΜΩΡΗ ΞΙΝΟΜΑΡΙΑ
-σκατα να φας!!
-ΓΟΥΣΤΑΡΩ
-το ξερω ... σκατιαρα!!
-Μου'φτιαξες τη μέρα

Πηγή εδώ

Όμως έτσι λέγονται και οι Θεσσαλοί, όπως με τρυφερότητα φαίνεται στο 4ο παράδειγμα.

  1. Είναι & κάτι άτομα που όλα τους πειράζουν ... ξυνόγαλοι ... (εδώ)

  2. Πολύ δυνατός Έλληνας ο @EUROTSOPANIS τραχανοπλαγιάς Ξυνόγαλος, ούτε ξέρει τι του γίνεται, είναι στο μοτίβο "είπα-ξείπα χέζω την παρόλα μου". (εδώ)

  3. Καλά έκανε κι ευχαρίστησε και τον Καμμένο. Ο μόνος που τον στήριξε. Όχι σαν τις κακιασμένες τσούχτρες, τους ξινόγαλους τους άλλους.

  4. -Κι όπως λέμε εμείς οι θεσσαλοί, υπάρχουν οι χαζοί, οι μισοχαζοι αλλά οι χειρότεροι είναι οι χαζομισοχαζοι. Beat that Einstein
    -πατρίδα ρε κ ας είμαστε κ ξινόγαλοι!! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρνητικός χαρακτηρισμός που συνδυάζει τους χαρακτηρισμούς ξινή και καριόλα. Ξινιόλα είναι η γυναίκα που συγκεντρώνει στο πρόσωπό της παράλληλα ξινίλα και δηθενιά με συμπεριφορά καριόλας. Ο συγκεκριμένος τύπος είναι πιο ύπουλος από την καριόλα, αφού δρα πιο κεκαλυμμένα. Εξωτερικά αναγνωρίζεται από την έφεση στο να ξινίζει την μούρη.

1) Νομίζω η Μάρα παίρνει άνετα το βραβείο της ξινιόλας... Μαλάκα το παίζει φίλη μας και μας σκάβει το λάκκο...
2) - Μα γιατί δεν τη συμπαθείς τη Γεωργία;;
- Έλα ρε είναι ξινιόλα η τύπισσα. Όλη τη μέρα μας μίλησε μόνο και μόνο για να μας πει πόσο ανώτερη είναι από εμάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιοπρεπής νεολογισμός ή ζουραρισμός (κατά το κλαυσαυχενίζομαι) που σημαίνει :

κλαψομουνιάζω [δες σχετικό λήμμα].

Φυσικά συνοδεύεται από τα σχετικά παράγωγα όπως:

- κλαυσαιδοιασμός (κλαψομούνιασμα) - κλαυσαιδοιακός (κλαψομούνικος) - κλαυσαιδοιαζόμενος (κλαψομούνης) κλπ.

Συνώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):

- αιδοιοθρηνώ - αιδοιοθρήνος - αιδοιοθρηνητικός - αιδοιοθρηνών

Αντώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):

- πεογράφω (γράφω στο πούτσο μου) ή ορχεοθετώ (στ'αρχίδια μου) - πεογραφία ή ορχεοθέτησις - πεογραφικός ή ορχεοθετικός - πεογράφος ή ορχεοθέτης

-Τον παράτησε η γκόμενα και έχει πέσει στα πατώματα. Όλη μέρα Αντώνη Βαρδή, αφοί Κατσιμίχα και λοιπαί κλαυσαιδοιακαί (αιδοιοθρηνητικαί) δυνάμεις.

-Τι κι αν τον παράτησε, αυτός πεογραφία!

-Την ορχεοθέτησε κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν αρκετές μεγάλες κατηγορίες ρομποτακίωνε, ας αναφερθούμε σε τρία:

1.
Ξέρεις τι θα ήθελα τώρα; Να ξεφύγουμε από τη γαμημένη ρουτίνα που μας έχει καταντήσει ρομποτάκια. Χειρότερα από ρομποτάκια.

2.
- Υπάρχουν πολλά «πακέτα» στην αγορά. Τα φθηνά προσφέρουν εντελώς ψεύτικη επισκεψιμότητα: ένα πρόγραμμα, το οποίο στη γλώσσα του Ιντερνετ λέγεται «ρομποτάκι» (ή πιο σωστά botnet) κάνει κλικ συνέχεια σε μία ιστοσελίδα. Το κόστος είναι το πολύ 5 δολάρια για κάθε 10.000 επισκέψεις. Ετσι λοιπόν, με 100 δολάρια την ημέρα μπορεί κάποιος να πετύχει επισκεψιμότητα 200.000 μοναδικών χρηστών ημερησίως χωρίς να πληρώνει ούτε ένα μισθό, αλλά και χωρίς να έχει δικό του περιεχόμενο.

3.
Για φουρνάκι ρομποτάκι τι προτείνετε;;;;;;

(από σφυρίζων, 23/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά εις -φατσα για το πρόσωπο ενός ανθρώπου και κατ' επέκταση για τον ψυχισμό του.

Μπορεί να σημάνει ένα μεγάλο φάσμα από διαφορετικές φάτσες, λ.χ. φάτσα κυριολεκτικά μουνί, άντρα άσχημο, με άγαρμπα χαρακτηριστικά, ατσούμπαλο, στραβοχυμένο, αλλά και θηλυπρεπή, γυναικωτό, ή μπιμπερόπουστα, ή κλαψομούνη που η κλαψομουνιά είναι μονίμως αποτυπωμένη στο πρόσωπό του, ή αγαθομούνη, ή πλαδαρό, σαρκώδη άντρα που φέρνει σε διαφθορά πατέρα Καραμάζοφ κ.ά. Έχω την εντύπωση ότι κυρίως για άντρες λέγεται η βρισιά.

1. ΑΥΤΗ Η ΜΟΥΝΟΦΑΤΣΑ ΗΤΑΝ Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΕΙΣΤΑΤΕ [sick] ΤΟΥ ΣΔΟΕ ΝΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΑΦΘΟΡΑ.
ΑΥΤΟ το μεταλαγμενο γυναικωτο ανδροειδες ηταν ενας απο τα μεγαλα αφεντικα της μαφιοζικης οργανωσης στην Θεσσαλονικη.

2. ΑΠΟ ΤΕΤΟΙΟ ΜΟΥΝΙ ΠΟΥ ΠΕΤΑΧΤΗΚΕ, ΤΕΤΟΙΑ ΜΟΥΝΟΦΑΤΣΑ ΒΓΗΚΕ... ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΝ ΚΑΝΑΝΕ ΝΟΜΙΜΗ...

3. Εντελώς μουνόφατσα όταν χαμογελά. Θυμίζει αυτο το γαμίδι τον Τζάστιν Μπίμπερ.

4. Αλλο σοκαριστικό να σου πω; Η φθείρα του εφηβαίου μπορεί να μετοικήσει ακόμα και στις βλεφαρίδες! Ετσι, αν σου πουν ότι είσαι μουνόφατσα, θα έχουν δίκιο.

Αυτόν βγάζει το Γκουγκλ Ίματζιζ. (από Khan, 17/05/14)(από Khan, 17/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ηχομιμητική, αλλά κυρίως μουνιομιμητική, πρόκειται για έναν μάλλον αρνητικό χαρακτηρισμό που έχει ένα ευρύτατο φάσμα σημασιών δηλούσες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ότι κάποιος είναι μουνί, μουνιοειδής και μουνιότροπος.

Έτσι ο μανιαμούνιας μπορεί να είναι, όπως μας λέει ο έτερος ορισμός, ο ζουζουνοειδής εραστής, ο γατουλογαμούλης, ο ευαισθητοπούτσικος, ο ζουζουνιάρης, ο παιχνιδιάρης, ο σχεσάκιας, αυτός που πέφτει με τα μούτρα στο αμόρε και δεν κρατάει πισινή. Βλ. παράδειγμα 5 για πλήρη ανάλυση.

Μπορεί να είναι το γατάκι, ο φλώρος, όπως και αυτός που έχει ελλιπή ανδρισμό, ο μουνουχισμένος από δαγκανόμουνα. Αν και δεν μιλάμε για καταστάσεις γκέο βαγκέο, μπορεί και να του ξεφύγει του μανιαμούνια ένα γκεϊμπέκικο αλά Χάρης Ρώμας.

Γενικά, ο μανιαμούνιας είναι αγαθομούνης, χαζομούνης, χαζογκόμενος και οριακά χαζογκάβλης. Είναι ανθρωπάκι, ανθρωπάριο.

Μια από τις πιο συνηθισμένες σημασίες του μανιαμούνια, είναι όπως παρατηρεί ο AKDMNT σε σχόλιο του άλλου ορισμού, ο ψείρας, ο μονόχνωτος, ο τετρατριχοτόμος. Αν και φαίνεται αντιφατικό το πώς μπορεί η ίδια λέξη να δηλώσει και τον ανέμελο χαζούλη και τον σπασαρχίδη, μην ξεχνάμε ότι και τα δύο είναι απλώς διαφορετικοί τρόποι του μουνιού, αφενός του μουνιού το πανηγύρι και αφεδύο του μουνιού η γκρίνια. Πολλοί μανιαμούνιες διαπρέπουν ως απαιτητικοί γκατζετάκηδες ή ως λεπτομερέστατοι επιστήμονες. Όσοι διατείνονται ότι «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο» λογαριάζουν χωρίς τον μανιαμούνια.

Άλλοι πάλι είναι απλώς το μελαγχολικό αγόρι που ακόμη και μέσω της μανιαμουνίασής του μπορεί να προσελκύσει γκομενέτα.

Η άποψη του γούγλη: Επιφανείς μανιαμούνιες που δίνει ο γούγλης είναι ο βυζαντινοτέτοιος Χάρης Ρώμας, το μελαγχολικό αγόρι Γιώργος Παπανδρέου, ο Δημήτρης Ουγγαρέζος, o Ηλίας Κασιδιάρης και ο υπαρξυστής Søren Kierkegaard.

1. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος εξηγεί την πραγματική ιστορία πίσω από την «Ασετυλίνη»:
«Τη λέγανε κυρά-Μελέταινα και είχε για αφεντικό στο μαγαζί τον γιο της, τον Σπύρο ή Μανιαμούνια. Ο Μανιαμούνιας ήταν αδύνατος με περιποιημένη χωρίστρα, μιλούσε περίεργα και περπατούσε σαν να ήταν ξερός, σαν να μην είχε κλειδώσεις στα γόνατα και τους αγκώνες. «Είναι από το χασίσι», έλεγε ο Περωτής εδώ κι εκεί και εξηγούσε: «Δεν βλέπετε πώς είναι ο άνθρωπος; Σαν κόντρα πλακέ!». Και ήταν πράγματι ο Μανιαμούνιας ένα κομμάτι κόντρα πλακέ, ύψους ένα και εξήντα. Το μυαλό του δεν έκοβε και πολύ, έκανε πάντα λάθος στα ρέστα και όταν παρίστανε τον νταή στην αδελφή του, η Καγκουρώ τον πλάκωνε στις γρήγορες και του 'λεγε, «μούγκα Μανιαμούνια!»»

2. Μειονεκτήματα του να είσαι Ζυγός: Είσαι λίγο μανιαμούνιας. Ορισμένες φορές σου'ρχεται κολούμπρα.

3. Κόψε την πλάκα φίλε μου
Δεν είμαι μανιαμούνιας
Είμαι παιδί ντερβίσικο
Γιος της κυρά- Κατίνας

4. Τι εννοεί ο Δημήτρης Ουγγαρέζος όταν... αυτοχαρακτηρίζεται “μανιαμούνιας” και τι αποκαλύπτει για την ερωτική του ζωή; «Στα 17 μου έκανα sex για πρώτη φορά με την τότε κοπέλα μου. Είχα κερδίσει χρονιά και είχα μόλις τελειώσει το σχολείο. Βέβαια, είχαμε κάνει τις μπουρδελότσαρκές μας πιο πριν με την παρέα. Γενικά είμαι λίγο “μανιαμούνιας”» δηλώνει ο παρουσιαστής, και συνεχίζει: “Όταν ερωτεύομαι πέφτω με τα μούτρα”.

5. Μα ποιος είναι αυτός ο Μανιαμούνιας; Ο Μανιαμούνιας είναι ΑΥΤΟΣ που κάνει νιάαααου-νιάαααααου στα κεραμίδια. Είναι ο Λάμπρος, ο Παιχνιδιάρης και ο Κωλοτρίφτης ΜΑΖΙ.
Λάμπρος. Γιατί έχω εικόνες από ταινίες που χαϊδεύεται στις γυναίκες. Οι χορευτικές κινήσεις του δε είναι οι τυπικές άγαρμπες αντρικές κινήσεις ενός χορού γυναικείου. Σέικ. Σόρυ.
Παιχνιδιάρης γιατί του αρέσει να παίζει όταν δε γαμοσταυρίζει στη δουλειά, στο δρόμο εν κινήσει, στην εφορία όταν πληρώνει, στον τροχονόμο που του έκοψε κλήση για παράνομο παρκαρισμα.
Κωλοτρίφτης γιατί όταν κάνει ατασθαλία πάει και τρίβεται στον κώλο της γυναίκας του. Είναι η Ζωζώ στο αρσενικό. Πιο πολύ χάδι ... φτάνεις σε οργασμό. Έτσι. Καρεκλάτη με θέα τον Μανιαμούνια να σου τραγουδά.
Μα τι κάνει αυτός ο Μανιαμούνιας;
Ε, ότι κάνει και η Αλίκη από τα νιάτα της μέχρι και λίγο πριν πεθάνει. Νιάου.
Που μπορεί κανείς να τον εντοπίσει; Παντού. Μπορεί να είναι ο άντρας σου.
Ή ο νταής ταξιτζής συντονισμένος στον ντέρτι fm. Ή ο 11χρονος βαφτιστήρας σας που τρίβεται στην αγκαλιά σου για να του κάνεις format στο υπολογιστή και να παίξει επιτέλους φίφα 2013.
Ή ο συγχωριανός σας που με μαγκιόρικες χορευτικές κινήσεις μπορεί να σας απογειώσει και μετά να πάει στην τραγουδιάρα να της ζητήσει κ άλλη παραγγελιά.
Ή ο νεογιάπης μπιζνεσαίος ατσαλάκωτος μάνατζερ. Αυστηρός και σκληρός διαπραγματευτής.
Ή μπορεί να είναι ο CEO μιας πολυεθνικής. Ο Ιάπωνας Νάμου Νάκι Κουναμούτο.
ΠΡΟΣΟΧΗ:
Η Μανιαμουνίαση «χτυπάει» σε όλες τις ηλικίες.
Ο Μανιαμούνιας είναι κρυφός. Δεν αναγνωρίζεται στον δρόμο. Εκεί έξω μπορεί να είναι Χριστοπαναγής και σαν γυρίσει σπίτι στη φαμίλια να μεταμορφώνεται σε Ζωζώ. Οπότε αυτό τι μας κάνει; Ότι ο Κασιδιάρης μπορεί να είναι και αυτός Μανιαμούνιας.

6. Η Ελένη Ράντου είναι μια βρωμόστομη γκαρσόνα, ο Χάρης Ρώμας είναι ένας μανιαμούνιας βυζαντινολόγος και η αναγκαστική συγκατοίκησή τους προσφέρθηκε για τους πιο επικούς καβγάδες των ‘90s,

7. Ακόμα και «μανιαμούνιας» πελάτης να ήσουν, όφειλαν να σε αντιμετωπίσουν με διπλωματία και να σε κάνουν να νοιώσεις ότι καταλαβαίνουν το πρόβλημά σου.

8. τελικά δεν είμαι ο μόνος μανιαμούνιας του φόρουμ :D

9. Αν είσαι μανιαμούνιας και κατσαβιδάκιας βρες τη γραμμή που ταίζει το ABS , βάλε ένα διακοπτάκι και κόβε την παροχή όποτε θές εσύ

10. Την ίδια μέρα, που γιορτάζουμε τα γενέθλιά μας ο Κάρολος και η αφεντιά μου, έχει γενέθλια κι εκείνος ο ολίγον -συγγνώμη για το χυδαιότροπον της λέξεως- «μανιαμούνιας», ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ.

Οι ζεϊμπεκιές του Χάρη Ρώμα. (από Khan, 16/11/13)Μανιαμούνιας από το παράδειγμα 4. (από Khan, 16/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή γκροϊντάφ / γκρ’ντάφ.

Σύνθετο, ηχομιμητικό, φαντεζί -όπως κάθε πελοποννησιακή λεξιπλασία- επιφωνοειδές ουσιαστικό (αλλά και επίρρημα, μετοχή), εκ των γκρίνια και νταφ, όπου «νταφ» εννοείται ο κρότος (παρ. 5), η υπερβολή (παρ. 6), η έκπληξη (παρ.7), το χτύπημα (παρ.8).

Πολλαπλά λοιπόν τα νοήματα του «νταφ», λιγοστοί οι περιορισμοί, ρευστή η χρήση.

Κατά συνέπεια κι ως εκτουτού, «γκριντάφ» σημαίνει την υπερβολική γκρίνια, τη χτυπητή γκρίνια, που προκαλεί έκπληξη, που παράγει κρότο κλπ. Κοινή λοιπόν η παρανόηση. Το «νταφ» δεν είναι και «γκριντάφ».

Συντακτικά το «γκριντάφ» μπορεί να πάρει θέση υποκειμένου (παρ.1), αντικειμένου (παρ. 2), επιρρηματικού προσδιορισμού (παρ. 3), τροπικής μετοχής.

Δέον να σημειωθεί ότι η κατά τα πελοποννησιακά ειωθότα προσθήκη ελληνοπρεπούς κατάληξης στις λεξιπλασίες που λήγουν χειλοδοντουρανικόληκτα διευρύνει τη χρήση των (π.χ. γκρινταφ-ιάζω, γκρινταφ-ητό, γκρινταφ-ίαση κ.ο.κ).

  1. Το γκριντάφ πάει σύννεφο!

  2. Σταμάτα το γκριντάφ...

  3. Όλη τη νύχτα γκριντάφ...

  4. Τον πήγε γκριντάφ μέχρι τη Χαβάη.

(νταφ):
5. Εκεί που είχαμε πιει τα κρασhά μας, μερακλώgνει ο Αντωνόπ’λος, βγάνjει τη διμούτσουνjη στο τραπέζι του γάμου και Νταφ-κίχου, νταφ-κίχου, νταφ-κίχου. Μας κόπηκε η περίοδος. (όπου κίχου, η ηχώ της βοgλίδας στο καταρράχι)

  1. Τραβάει τελευταίο φύλλο και νταφ μ’απιθώνjει ένα «ρέστα» χεροπηχιάρικο. Τον κοιτάω, «γιατί ρε φούλ’ ρέστα;».. «έτσι μου καπίνjησε» μ’απαντάει. Του τραβάω κι εγώ ένα παλικαρίσhο νταφ «τα βλέπω» και δενjείχα μετά ούτε για να πάρω τσιγάρα»

  2. Αgνοίγω την πόρτα και νταφ! τι να ιδώ; Ο Κοζότ με τον Μυτίτσα μου έκαναν πάρτυ γενεθgλίων!

  3. χτύπημα: ντάφ στο κεφάλι, να. Ξερό το τσόgνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified