Κυριολεκτικά πεθαίνω από έρωτα, λιώνω από κάβλα. Λεξιπλασία δικής μου έμπνευσης - έτσι πιστεύω τουλάστιχον - μέσα απ' τη ζωή βγαλμένη. Διακαής και επώδυνος πόθος, τον οποίο, λίγο πολύ, όλοι τον έχουμε γευτεί, όπως λέει και το σχετικό άσμα.

  1. - Πώς πας με τη Σούλα; Ακόμη καψούρης;
    - Μόνο καψούρης; Τη σκέφτομαι και καβλιώνω...

  2. - Είδα τον Αλέκο και μου φάνηκε λίγο χάλια. Τρέχει τίποτα;
    - Καψουρεύτηκε μια μαθήτριά του, ο μαλάκας. Καβλιώνει ο καημένος.

(από panos1962, 22/11/09)Καυλιώνει για την πάρτη του η γλυκιά μου... (από vikar, 02/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση νέας εσοδείας, την οποία αλίευσα σε άρθρο της εφημερίδας Real News. Αναφέρεται σε κατάθεση νυν μοναχού, ο οποίος στο παρελθόν και σε μικρή ηλικία έπεσε θύμα των άρρωστων ορέξεων του παλαιοημερολογίτη πατέρα Νύφωνα, του πατέρα που κατηγορείται για ασέλγεια εις βάρος ανηλίκων.

Η έκφραση, σύμφωνα με κατάθεση του παθόντος, ήταν έμμεση αναφορά στη γενετήσια πράξη, η οποία καθ' ότι γλυκιά, παρομοιάζεται με το μέλι. Βλ. επίσης κεχρί.

Το λήμμα αποδεικνύει, ότι κάποιοι πατέρες είναι δραστήριοι όχι μόνο σε θέματα κτηματομεσιτικά, αλλά και σε γενετήσια, και δυστυχώς εις βάρος αφελών νέων.

  1. Απόσπασμα άρθρου της εφημερίδας Real News:

«Σύμφωνα με τον μάρτυρα, η ηγούμενος τού είπε ότι τον επισκέπτονται οι δαίμονες και τού ζήτησε να πάει στο κρεβάτι του για να προστατευτεί. Εκεί άρχισε να τον χαϊδεύει, λέγοντάς του ότι έτσι θα τού μεταδώσει την απάθεια. Για διάστημα περίπου ενός χρόνου με καλούσε τα βράδια στο κελί του για να μού δώσει το μελάκι».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified