- Ο πολύ μανιώδης καπνιστής, που καπνίζει είτε πολύ βαριά τσιγάρα, είτε πολύ άθλια τσιγάρα, είτε όποια μάρκα βρει χωρίς να τον νοιάζει,
- Για μερικούς, ο πολύ χασικλής,
- Γενικά, ο βρωμιάρης ή ο καμένος.
Got a better definition? Add it!
Μέλος του φακλαναριού, το ακραίο φακλάνι, εκφακλανισμένο θρέμμα της Φακλανδίας. Το λήμμαν οφείλει την σλανγκενέργειά του στο ότι εμπεριέχει και το (εισέτι μη αναρτηθέν) κλανιάρης.
Άγαλμα πρέπει να κάνουνε τον «ευεργέτη» Καραμανλή στην Πειραιώς. Μπορεί ο φακλανιάρης να μην μιλάει αλλά εμείς δεν ξεχνάμε. Έτσι απλά έσωσε τους τραπεζίτες φορτώνοντας τον λαό με τα δισεκατομμύρια των χρεών τους και άνοιξε την πύλη της κολάσεως για να μας σπρώξει μέσα ο γιός της Μαργαρίτας (εδώ)
Στα θηλυκά: φακλανιάρα.
Got a better definition? Add it!