Βασικός ορισμός υπάρχει και στο γαλλικό.

Τρόπος χτυπήματος στο μπιλιάρδο όπου ο αθλητής σηκώνει τη στέκα σχεδόν κάθετα έτσι ώστε χτυπώντας τη μπάλα αυτή να διανύσει μια πολύ κλειστή παραβολική τροχιά (κάνοντας σχεδόν στροφή U). Αν ο παίχτης είναι άσχετος συνήθως συνοδεύεται και από σκίσιμο τσόχας...

Παραλλαγή του είναι και ο φαλτσοπικές, όπου η στέκα σηκώνεται αρκετά αλλά όχι κάθετα με αποτέλεσμα η μπάλα να διανύσει μια ελαφριά καμπυλωτή τροχιά.

Άσε τους πικέδες γιατί δεν είμαστε να πληρώνουμε τσόχες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κιμωλία που τρίβεται στη μύτη της στέκας στο μπιλιάρδο. Προέρχεται από την τουρκική λέξη για την κιμωλία, tebeşir. Πιό αργκό συνώνυμα: φάλτσο, μαντέκα.

  1. Όσο τα σκέφτομαι [...] τόσο μου θυμίζει τις εκπληκτικές δικαιολογίες που σκαρώναμε για να δικαιολογήσουμε στην κυρία, γιατί δεν ετοιμάσαμε την εργασία που είχαμε για το σπίτι. Ή [...] τον τύπο που κερατώνει την γυναίκα του και πριν μπει στο σπίτι τρίβει λίγο τεμπεσίρι στα χέρια του και τα ρούχα του. Όταν η κυρά του τον αρπάζει από τα μούτρα και του φωνάζει «που ήσουν;», εκείνος ομολογεί την ύπαρξη ερωμένης, για να γυρίσει η σύζυγος τα χέρια του και όλο καμάρι για το αστυνομικό της δαιμόνιο να του φωνάξει «πάλι μπιλιάρδο έπαιζες!». (από ιστολόγιο)

  2. Λίγο τεμπεσίρι στην άκρη της στέκας, ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης και οι καραμπόλες ορίζουν τη βραδιά με βερεσέ αναψυκτικά. (από 'δώ)

  3. Παίζω μπιλιάρδο στην Κεϋλάνη / με ένα χαμάλη απ' το λιμάνι / Μα εκείνος έκανε χαρακίρι / γιατί είχε χάσει το τεμπεσίρι («Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών», Τζίμης Πανούσης)

Νήσος Τεμπέσιρος (από GATZMAN, 26/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified