Φράση που δηλώνει πολύ μεγάλη οργή/τσαντίλα κλπ που το συνηθισμένο βρίσιμο ενός Αγίου δε φτάνει.

Έτσι, μια που του Αγίου Βασιλείου είναι την 1η Ιανουαρίου και της Αγίας Μελανίας την 31η Δεκεμβρίου, λέγοντας αυτή τη φράση υποδηλώνεις ότι «περνάς ένα χεράκι» όλους τους ενδιάμεσους.

- Άσ' τα Γιώργο... Σου κόψανε την άδεια.
- Τι λες ρε μη γαμήσω από του Αγίου Βασιλέιου μέχρι της Αγίας Μελανίας... Έχω ήδη βγάλει τα εισιτήρια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιασοκωλείο.

Το ίδιο με το πιασοκωλείο, αλλά για τους γαλλόφιλους... Και κάνει και ρίμα με το μπουζουκλερί !!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μηχανή ή αυτοκίνητο που προσφέρει ξερό γκάζι.

- Έκλεισα να πάρω το DR 800.
- Τελείως γκασμάς όμως είναι αυτό το μηχανάκι ρε αδερφάκι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κεφάλι-μυαλό κάποιου. Συνώνυμο και με την γκλάβα.

Άκου να δεις τι κατέβασε η κούτρα του.

Ο τραγουδιστής Γιάννης Κούτρας (από allivegp, 03/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εκτέλεση εργασίας που είτε δεν εμπίπτει στις υποχρεώσεις σου είτε δεν θέλεις αλλά αναγκάζεσαι να την κάνεις. Πολλές φορές επιλέγεις να την κάνεις γιατί αποβλέπεις σε απώτερα οφέλη (βλ. δεύτερο και τρίτο παράδειγμα)

Συνήθως χώσιμο προκαλούν οι:

  • Προϊστάμενοι,
  • Βύσματα και βαθμοφόροι στο στρατό,
  • Συγγενείς,
  • Γκόμενες

Τελευταία με την άνθηση των Νοτιοαμερικανικό σαπουνόπερων χρησιμοποιούνται και κάποια κύρια ονόματα που περιέχουν το πολύ κοινό ισπανικό όνομα Χοσέ. Π.χ. Χοσέ Αρμάντο, Χοσέ Γκαρσία, κ.α.

  1. - Άσε ρε μαλάκα έφαγα χώσιμο από τον προϊστάμενο να του πάρω τα ρούχα από το καθαριστήριο.

  2. - Έφαγα χώσιμο την Κυριακή να πάω τη γιαγιά στο χωριό. Αλλά που θα πάει θα ψοφήσει και το πάρω το διάρι στο Χαλάνδρι.

  3. - Μου ρίξε χώσιμο η Τούλα να πάμε να δούμε χαζογκομενοταινία. Τι να της κάνω που έχει ένα στόμα όλο μέλι...

  4. - Χοσέ Αρμάντο λέμε... Διπλή σκοπιά την Κυριακή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του μηδέν εις το πηλίκον, που σημαίνει ότι «δεν καταφέραμε τίποτα», «κανένα αποτέλεσμα».

Η προέλευσή της θεωρείται ότι είναι από διαμάντι που πέταξε κάποιος μαθητής σε σχολείο. Επίσης μπορεί και να προέρχεται από την αργκό του μεσοπολέμου όπου το μπουλούκι-συμμορία έβαζε κάτω ένα καπέλο και μέσα έριχναν τα κέρδη-κλοπιμαία που συγκέντρωσαν και σημαίνει ότι δεν κατάφεραν τίποτα. Τρίτη πιθανή προέλευση από το καπέλο που βάζουν κάτω οι ζητιάνοι για να μαζέψουν λεφτά.

— Πόσα (λεφτά) βγάλατε τελικά;
— Άσ' τα, μηδέν εις το πηλήκιον.

Το ελληνικό στο τέλος τι το ήθελε; (από Khan, 03/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται σε ένα κείμενο-ποιηματάκι με λέξεις που αρχίζουν από π. Σχετίζεται με την Πάτρα και τους πατρινούς.

Στην ουσία ο αριθμός των π είναι άγνωστος καθώς το πλήρες κείμενο δεν νομίζω να έχει εμφανιστεί. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα παrαθέτω στο παράδειγμα.

Πας πούστης πατρινός παλιάς πουτάνας πλύστρας παραγιός πήρε πεντακόσια πενήντα πέντε πενηνταράκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση από την τηλεοπτική περσόνα Πέπη Τσεσμελή.

Συμπληρώνει μια μακριά σειρά από εκφράσεις που τονίζουν τη διαφορά του καλού-αυθεντικού με τα υπόλοιπα. Επίσης χρησιμοποιούνται όταν κάποιος έχει μπερδέψει τι λέει και πετάει κοτσάνες. Πχ, άλλο τι μου γίνεσαι και άλλο τι μου κάνεις, άλλο θα πει Χαλκιδική κι άλλο θα πει Χαλκίδα, μπέρδεψε την πούτσα με τη βούρτσα.

— Πήρα τελικά το κινέζικο και χάλασε αμέσως.
— Εμ άλλο Πέπη κι άλλο πρέπει...

(από Khan, 03/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικός ορισμός υπάρχει και στο γαλλικό.

Τρόπος χτυπήματος στο μπιλιάρδο όπου ο αθλητής σηκώνει τη στέκα σχεδόν κάθετα έτσι ώστε χτυπώντας τη μπάλα αυτή να διανύσει μια πολύ κλειστή παραβολική τροχιά (κάνοντας σχεδόν στροφή U). Αν ο παίχτης είναι άσχετος συνήθως συνοδεύεται και από σκίσιμο τσόχας...

Παραλλαγή του είναι και ο φαλτσοπικές, όπου η στέκα σηκώνεται αρκετά αλλά όχι κάθετα με αποτέλεσμα η μπάλα να διανύσει μια ελαφριά καμπυλωτή τροχιά.

Άσε τους πικέδες γιατί δεν είμαστε να πληρώνουμε τσόχες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληρώνω στη μάγκικη διάλεκτο, η οποία τείνει να κόβει τις τελευταίες συλλαβές από λέξεις.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εν λόγω διαλέκτου το γνωστό άσμα «εφτά νομά σ' ένα δωμά και δε μπορώ να κλείσω μα», δηλαδή εφτά νομάτοι σε ένα δωμάτιο και δε μπορώ να κλείσω μάτι (κοιμηθώ).

Κράτα το μπαμπάκι σου μόρτη. Εγώ πλερώ...

Υποψήφια βουλευτής Αννα Ακατονόμαστου:Δε μας χέζεις ρε Ακατονόμαστε (από GATZMAN, 03/10/09)

Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified