Χρησιμοποιείται για το άχρηστο μαχαίρι που δεν κόβει καλά.
Έχω ακούσει και την εξής παραλλαγή από την Θεσσαλία: «Δεν κόβει ούτε πούτσο από πεθαμένο».
Αυτό το μαχαίρι δεν κόβει ούτε του σκυλιού τον κώλο.
Χρησιμοποιείται για το άχρηστο μαχαίρι που δεν κόβει καλά.
Έχω ακούσει και την εξής παραλλαγή από την Θεσσαλία: «Δεν κόβει ούτε πούτσο από πεθαμένο».
Αυτό το μαχαίρι δεν κόβει ούτε του σκυλιού τον κώλο.
Got a better definition? Add it!
Ασφαλώς και είναι η «διακόσμηση» στα ελληνικά από το γαλλικό décor - όμως, παρέα με ρήματα όπως:
κάνω: κάνω (κάποιον) ντεκόρ σημαίνει ό,τι και τα: τον γείωσα, του το βούλωσα, κι από 'κει και πέρα (το 'παιξε) γλάστρα, τον έσβησα (και έλαμψα) - κι όλα τα παρεμφερή κι ομοειδή.
βγαίνω: βγαίνω απ΄το ντεκόρ σημαίνει παίρνω θέση (πάνω σε κάποιο ζήτημα), πήραν επιτέλους χαμπάρι πως υπάρχω, επανενεργοποιούμαι, κ.ο.κ.
έχω: έχω για ντεκόρ σημαίνει έχω για μόστρα, έχω για γλάστρα κ.ο.κ.
... είμαι: δεν είμαι (για) ντεκόρ (εγώ), το γνωστό παράπονο παραμελημένης γκόμενας.
- Μας πέθανε στην παρλαπίπα, μέχρι που ο Άρης του φρεσκάρισε τη μνήμη και τον έκανε ντεκόρ.
- Γιαδέ ρε συ ποια κελαηδάει!!
- Έχασες επεισόδια ε; Μετά την πλαστική βγήκε απ' το ντεκόρ.
- Τι κάνει δω πέρα η μικρή;
- Τίποτα, μόνο για ντεκόρ.
- Ακούς; Τα μαζεύω και φεύγω. Δεν είμαι ντεκόρ εγώ. Ακούς βρε; Φεύγω σου λέω.
- Α! ναι; Πού πας;
- Όπου θέλω!!
- Δώσε χαιρετισμούς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified