Σλανγκ προστακτική του πιάνω, δηλαδή βάζω κάτι στο χέρι μου, στη παλάμη μου, εγχειρίζω, χουφτώνω. Αντί του «πιάσε».

Χρησιμοποιείται με την έννοια του φέρε, προσκόμισε.

Πιάκε 'να μπουκάλι μπύρα απ' την κασόνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως ήδη καταλάβατε, αποτελεί τη μετάφραση της λέξεως «πορτοκαλί» εις την μουρτζοβλάχικήν διάλεκτο. Απαντάται δε και εις την μπαστουνοβλαχικήν καθώς και εις την στρουγγοβλαχικήν.

Αι τοιαύται διαλέκτοι ομιλούνται συχνάκις εις την ακριτικήν περιοχή των Αγ. Αναργύρων, Περιστερίου και δει εις το μακρινό και ηρωϊκό Μπουρνάζι.

Δώστε βάση παρακαλώ στον παρακάτω ανθρωπολογικού περιεχομένου διάλογο ο οποίος έλαβε χώραν στην τοποθεσίαν «Ελληνάδικο SMS Club - Μπουρνάζι».

Βλαχλάντερ: «Ουρέ σκυλιέ! Πήρς κινούργ' αμάξ' ; Κι ειν' κι ιγωνιστικό τζιτι ααααα!!! (ώ φίλτατε! Ηγόρασες νέον αυτοκίνητον! Παρατηρώ δε ότι είναι αυτοκίνητο αγώνων τύπου GT! Έκτακτο!);»

Μητρουλεϊτορ: «Εμ βίβαια, του πήρα του κουλοφτιαγμένου κι μάλτσ' περτικαλί για να με τηράν οι τσούπρς! Χι χαα! (Μα ασφαλώς! Ηγόρασα βελτιωμένο δε μοντέλο ίνα με προσέχουν αι κορασίδαι! Ούραααα!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαρισαίικος διάλογος. Ακούγεται: πλιτς-πλατς. Από ανέκδοτο: είναι στο μπαράκι μια γκόμενα και δίπλα της ένας τύπος. Και οι δυο είναι μόνοι. Για να του πιάσει κουβέντα αυτή, τον ρωτάει:
- Πλήτ'ς (=Πλήττεις);
και αυτός απαντάει:
- Π'λάτ'ς (=Πελάτης).
χα, χα, χα, χα, χα.
Είναι από τα ανόητα ανέκδοτα του στυλ δεκατισάρ', σιμπιζάκι, κλπ.

- Τι έγινε ρε φίλε, πλιτς;
- Πλατς.
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!

... και λοιπά (ε, τα παιδιά έχουν πιει ένα καλό γαράκι και γελάνε μέχρι πρωίας με τη μαλακία αυτή).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified