Βαράω κάρτα:

  • Συχνάζω τακτικά, με απαρέγκλιτο πρόγραμμα και πολύωρο ωράριο παραμονής σε ένα συγκεκριμένο χώρο ή μέρος, το οποίο μπορεί να έχει υλική ή ακόμη και ηλεκτρονική (διαδικτυακή) υπόσταση. Π.χ. βαράω κάρτα στο Dr. Feelgood (ή οποιοδήποτε άλλο μπαράκι): Πάω με το που θα ανοίξει και ξημεροβραδιάζομαι εκεί, ή βαράω κάρτα στο slang.gr (ή σε οποιαδήποτε άλλη ιστοσελίδα, φόρουμ, κ.α.): Είμαι κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) όλη μέρα στημένος μπροστά από την οθόνη και διαβάζω ή γράφω ορισμούς και σχόλια. Η έκφραση μπορεί και στις δύο περιπτώσεις να μεταφράζεται σε εθισμό, χωρίς ωστόσο να είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο.
  • Αναλώνω αρκετό ή όλο τον χρόνο μου ασχολούμενος με κάτι (είτε πρόκειται για δραστηριότητα, είτε για κάτι άλλο), ή αφοσιώνομαι σε κάτι με σκοπό να εξειδικευτώ πλήρως σε αυτό. Η κάρτα στην προκειμένη υποδηλώνει ότι η ενασχόληση αυτή δεν αφήνει χρόνο ή μυαλό για οτιδήποτε άλλο, ή ότι πολύ απλά είμαι τελείως δοσμένος σε κάτι με δική μου επιλογή. Η ενασχόληση αυτή μπορεί να είναι αναγκαστική ένεκα των περιστάσεων (π.χ. έχω λάιβ μεθαύριο κι έχω βαρέσει κάρτα να ξαναπαίζω τα κομμάτια τριών δίσκων), απανθρακωτική (π.χ. βαράω κάρτα στο Playstation να παίζω Battlefield 3 κι έχω κλάσει) ή εθελούσια και ουσιαστική (π.χ. μια βδομάδα τώρα βαράω κάρτα στο λάπτοπ να γράφω σενάρια για το νέο φανζινάκι).

Σε κάθε περίπτωση, η έκφραση προέρχεται από την εργασιακή πρακτική του να χτυπάει ο μισθωτός εργαζόμενος την ειδική κάρτα κατά την άφιξη και αποχώρηση του από τον χώρο εργασίας, δηλώνοντας έτσι την συνεχή παρουσία του σε αυτόν καθ' όλο το ωράριο λειτουργίας μίας επιχείρησης. Η έκφραση συναντάται επίσης και στην πιο λάιτ (υφολογικά) βερσιόν χτυπάω κάρτα.

  1. Κάααααποτε υπήρχε πίσω από το Δημαρχείο ένα μικρό μπαράκι που το είχα κάνει στέκι για καιρό, η Κριστίν, υπάρχει ακόμα;
    Τι μου θύμησες τώρα ρε man!! Βαράγαμε κάρτα εκεί. Δυστυχώς όπως προανέφερε και ο φίλος Δημήτρης έχει κλείσει καιρό τώρα. :( (Από εδώ)

  2. Νομίζεις ότι όλοι έχουν παρέες που έχουν ως κοινό ενδιαφέρον τις μοτοσυκλέτες, ή ότι όλοι βαράνε κάρτα σε forum;Άνοιξε ένα απ΄τα τελευταία τεύχη μοτοσυκλέτας που κυκλοφορούν και δες πόσες σελίδες διαφημιστική καταχώρηση έχει. (Από εδώ)

  3. χα, ετσι παει μαλακα
    για μας δεν ειναι hobby εμεις με το που ξυπναμε βαραμε καρτα
    κι εχω, δεν εχω την αναγκη να πω οτι το κανω καλυτερα απλα
    καμια φορα δεν κρατιεμαι και πρεπει να στα πω (χιπ-χοπ άσμα από εδώ)

  4. Εχουμε να αναμετρηθούμε με τη δύναμη της συνήθειας σε έναν τρόπο δουλιάς πολύ μακρινό από τις σημερινές απαιτήσεις της ταξικής πάλης. Κι ως εργάτες χρειάζεται καθημερινά να «βαράμε κάρτα» στο ΔΙΑΒΑΣΜΑ και την ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ. Καλή δύναμη σε όλους. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τριπάκι στην λυσεργική αποκαλείται η δόση παραισθησιογόνου αλλά και το συνεπαγόμενο ψυχεδελικό άκουσμα.

Το τριπάκι έχει όμως καθιερωθεί και με την ευρύτερη έννοια της καλώς ή κακώς εννοούμενης καύλας, ψώρας, ρουτίνας ή ενασχόλησης με οποιοδήποτε αντικείμενο ή υποκείμενο.

Μπορείς να μπεις σε τριπάκι του εγώ, σε τριπάκι ενοχής, σε τριπάκι φιλοτελισμού, σε τριπάκι οιουδήποτε ονείρου που τρίζει ωσάν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας (βλ. παραδείγματα). Η αρνητική διατύπωση «μη μπαίνεις στο τριπάκι» είναι βεβαίως-βεβαίως συνώνυμη του ξεκόλλα.

Εκ των αγγλικών trip και trippin’ που όμως έχουν πιο περιορισμένο πεδίο χρήσης.

Βλ. επίσης: κανάλι, λούκι, γκεζί, αρρώστια, πώρωση.

- Οι αγρότες δεν θα πρέπει να μπουν στο τριπάκι του λαθρεμπορίου πετρελαίου.
(Σλανγκομούνα Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στη πρωινή εκπομπή του Άρη Πορτοσάλτε στο Σκάι, 19/1/10)

- Δεν μπαίνουμε στο... τριπάκι ότι έχουμε ήδη προκριθεί στο Πεκίνο, αλλά πρέπει να αποδείξουμε στο γήπεδο ότι είμαστε ικανοί.
(Νίκος Ζήσης, εδώ)

- Πολιτικοί στο τριπάκι του Facebook - Αρχηγοί, υπουργοί και βουλευτές άνοιξαν προσωπικά ημερολόγια και συζητούν με φίλους τους.
(Το ΕΘΝΟΣ)

- Μερικοί μπαίνουν στο τριπάκι να πουλήσουν πολλούς δίσκους, αντί να φτιάχνουν καλή μουσική...
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified