γόνος, ουσ. εκ του γίγνομαι, γένεσης - δημιουργώ.

Ο γόνος είναι απόγονος αστικής οικογένειας με εμφανή οικονομική ευμάρεια και υψηλό επίπεδο διαβίωσης. Οδηγεί, ενδύεται και διάγει βίο πολυτελή αλλά συνάμα διακριτικό.

Ο γόνος συναντάται σε γνωστά στέκια όπου είναι εκεί πριν πας και αφού φύγεις για το επόμενο, όπου και εκεί θα τον ξαναδείς να έχει προσέλθει πριν από εσένα.

Ο όρος γόνος δεν πρέπει να μπερδεύεται με τον γυφτογύφτουλα ο οποίος ταιριάζει σε όλα πλην του ότι διατυμπανίζει πόσα πού και με ποιους ξοδεύει τα χρήματα του.

Ο γόνος παραγγέλνει την τρίτη Belvedere Magnum διακριτικά, πληρώνει διακριτικά και ευχαριστεί τον σερβιτόρο χωρίς τυμπανοκρουσίες. Απεχθάνεται το χρήμα στη φυσική του μορφή και για αυτό το ξεφορτώνεται σε μεγάλες ποσότητες.

Αγαπά το μπρι, την Grey Goose τα Frank Müller. Οδηγεί πολυτελές αυτοκίνητο 39.6lt W64 με ιπποδύναμη που παραπέμπει σε σταύλο Ρωμαϊκού αυτοκράτορα και με ελάχιστη κατανάλωση 87 lt/100km. Ξέρει αυτούς πού θα γνωρίσεις και είναι γνωστός με όλους όσους ξέρεις εσυ!

Υποκατηγορία γόνου πληροί όλες τις ανωτέρω προϋποθέσεις χωρίς ωστόσο την οικονομική επιφάνεια του δούκα του Westminster. Αυτός ο τύπος γόνου είναι ο λεγόμενος ετερόφωτος γόνος. Ο ετερόφωτος γόνος πηγαίνει σε κότερα για διακοπές και σε πολυτελείς επαύλεις για Σ/Κ. Ο ετερόφωτος γόνος δεν κλείνει ποτέ το φως.

-αγάπη παραγγέλνουμε τπτ να φάμε;
- τι θες;
- έφαγα χθες στο σκάφος του Βασίλη μαύρο μπακαλιάρο με τρούφα Βαϊμάρης και ριζότο πορτσίνι! Θες να πάρω και για ΄σένα;
- θα πάρω δυο τυλιχτά....

(από Khan, 13/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον το πιο κλασικό δίπολο στην ελληνική καθομιλουμένη για την έκφραση της αντίθεσης μεταξύ ανθρώπων, συμπεριφορών, αντικειμένων κ.λπ. υψηλής κοινωνίας και χαμηλών στρωμάτων αντίστοιχα.

Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι η φράση αυτή μέσα από τη μεγάλη της διάδοση επιβεβαιώνει ότι στην Ελλάδα εμβληματική για την ταξική διαφοροποίηση είναι η ακραία αντίστιξη ανάμεσα στη μπουρζουαζία ως μεγαλοαστική τάξη και το προλεταριάτο ως λούμπεν προλεταριάτο. Πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι το υποκείμενο που χρησιμοποιεί αυτή τη φράση και είναι υπεύθυνο για την κυριαρχία της είναι η πλειοψηφούσα μικροαστική τάξη .

Αλλά μπορεί και να είναι απλά επειδή κάνει ωραία ομοιοκαταληξία.

Το σαλόνι ως οικιακός χώρος ήταν παραδοσιακά δείγμα πλούτου (και στην Ελλάδα μέχρι και τη διάδοση της αρχιτεκτονικής του αστικού διαμερίσματος μόνο τα πλούσια σπίτια είχαν σαλόνι - στην Αγγλία για τον ίδιο λόγο οι pubs θυμίζουν δημόσια living room, καθώς οι εργάτες άνδρες πήγαιναν εκεί για να γλυτώσουν λίγο από τις οικογένειές τους).

Το λιμάνι δε ήταν ανέκαθεν ζώνη του υποκόσμου, παράδεισοι προστυχιάς, καταχρήσεων και παραβάσεων, που την κατοικούσαν οι του λιμανιού, πουτάνες, ναύτες, χαμάληδες, μικροαπατεώνες, χασομέρηδες κ.λπ., με μια λέξη λιμανόβιοι/ες.

Απ' όλα τα λιμάνια, θα μου επιτρέψετε να μνημονεύσω το παλιό λιμάνι των Χανίων, γνωστό και με το ενετικό του όνομα λιμάνι Κολόμπο. Οι κάτοικοι της γειτονιάς, Κολομπίτες και Κολομπίτισσες είχαν την κακή φήμη ότι ήταν... του λιμανιού - όχι όμως και τη χειρότερη φήμη, την οποία την είχαν οι Κουμ-Καπιώτες/ίτισες (το θηλυκό ήταν περίπου συνώνυμο της πουτάνας) κάτοικοι μιας άλλης γειτονιάς. Οι Κολομπίτες είχαν μάλιστα και τη δική τους slang, τα Κολομπίτικα, δυστυχώς όμως δεν ξέρω περισσότερα αλλά επιφυλάσσομαι.

- Κύριοι, σας εκτιμώ βαθύτατα, διότι είστε και του σαλονιού, και του λιμανιού.

Με αυτή τη φράση ένας παλαιάς κοπής μπάρμαν στην Θεσ/νίκη των early 90s εκαληνύχτιζε την παρέα εκλεπτυσμένων κάφρων φοιτητών, που σύχναζαν στο ναό του.

Θα μπορούσε ίσως να είχε πει και τη φράση Άντε γαμηθείτε μαντάμ! διότι ήτο ωραίος και λαϊκός, καθώς μου λένε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified