Είναι η απομίμηση φιρμάτου ρούχου, που κυκλοφορεί συνήθως στις λαϊκές αγορές ή σε κινέζικα, στο 1/10 της τιμής του αυθεντικού. Έτσι μπορεί ο καθένας να δηθενιάζεται, φορώντας το κροκοδειλάκι Lacoste ή το σήμα της Nike, χωρίς να ξηλωθεί και πολύ.

- Αλβανός-Αλβανός, αλλά η μπλούζα lacoste!
- Μάλλον λαϊκόστ, επειδή την πήρε από την λαϊκή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ορφανό χωρίζεται σε δυο κατηγορίες:

  1. Το ορφανό σουβλάκι που δεν περιέχει κρέας ή υποκατάστατα κρέατος, όπως είναι το κοτόπουλο (σε σουβλάκι/καλαμάκι ή γύρο). Το ορφανό σουβλάκι περιλαμβάνει τα υπόλοιπα αναγκαία σαλατικά (ντομάτα, κρεμμύδι και για τους πιο απαιτητικούς μαρούλι, ψιλοκομμένο καρότο και άνηθο) καθώς και το απαραίτητο τζατζίκι (και αλλού κέτσαπ/μουστάρδα, κάποιους τύπους αδιευκρίνιστης από πλευράς υλικών σως και κάτι μυστήριες κόκκινες σάλτσες) αλλά και τις πλέον απαραίτητες τηγανιτές πατάτες. Υπάρχει και η άποψη πως το ορφανό σουβλάκι απλά δεν περιλαμβάνει κάποια ή όλα από τα επιμέρους συστατικά (π.χ. κρεμμύδι ή τζατζίκι), αλλά περιλαμβάνει το κρέας ή τα άλλα υποκατάστατα του. Η μεγάλη απόκλιση μεταξύ των εννοιών δηλώνει απλά την αντίστοιχη ερμηνεία του ορφανού βάσει των γαστρονομικών προτιμήσεων του εκάστοτε καταναλωτή. Επίσης, η νέα τάση προτείνει την αντικατάσταση του κρέατος με θαλασσινά (π.χ. καλαμαράκια ή χταποδάκι) και λαχανικά σε μπιφτεκοειδή μορφή. Οι ειδικοί δεν έχουν ακόμη αποφανθεί αν αυτά τα σουβλάκια εντάσσονται στην κατηγορία των ορφανών.

  2. Ως ορφανά αποκαλούνται τα φαγητά που δεν περιλαμβάνουν κρέας σε οποιαδήποτε μορφή του (π.χ. κιμάς). Τρανό παράδειγμα τα ορφανά γεμιστά.

Εναλλακτικές εκφράσεις του ορφανού: Οικολογικό (ναι, κάτι μας είπε τώρα...), του αγρότη, νηστίσιμο (ανάλογα με την εποχή και την εορταστική περίοδο).

  1. - Eγώ παραδέχομαι οτι στη Θεσσαλονίκη ξέρουν απο μπουγάτσες, τυρόπιτες, σάντουιτς και τέτοια. άντε και τα τρίγωνα, ό,τι σουβλάκι έχω φάει απο κεί δεν έχει καμία σχέση με εδώ. άσε που είχα ζητήσει μια φορά ένα ορφανό και με κοροιδεύανε...πατατόπιτες τά λένε εκεί, έλεος! (Πάρε εδώ)

  2. - Λυπάμαι τα φοιτητόπαιδα που τη βγάζουν με κανά σουβλάκι. Τους εκμεταλλεύονται κυρίως αυτούς στο έπακρον. Ζορίζονται ακόμα και σε ρεφενέ. Αυτόν τον οικονομικό πολιτισμό προσφέρουμε. Το Ρέθυμνο διαγκωνίζεται με τη Ρόδο στην ακρίβεια. Μια Κίνα μας σώζει. Μόνη λύση να παραγγέλνουμε σουβλάκι...ορφανό!!! (Εκεί)

  3. - Έτσι ακριβώς τα φτιάχνω και εγώ 'ορφανά' (χωρις κιμά δλδ) δοκιμάστε και σε μία γωνίτσα του ταψιού να βάλατε και μία χουφτούλα μπάμιες γίνονται εξαιρετικές!!! (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, η απομίμηση αντικειμένου ή ιδέας. Συνήθως, παράνομο αντίγραφο ακριβών προϊόντων όπου η μαϊμού μπορεί να είναι τόσο καλή, ώστε ακόμη και γνώστες του πραγματικού να μη μπορούν εύκολα να διακρίνουν τις διαφορές. Ωστόσο, η λέξη χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να υποδηλώσει αντίγραφο χαμηλής ποιότητας.

Η πραγματική λέξη μαϊμού αποδίδεται στο αρχαίο «μιμώ», καθότι οι βιολογικοί πρόγονοί μας μιμούνται/αντιγράφουν (βλ. Φωτό 1). Αντίστοιχη έννοια εις την Αγγλικήν έχει η φράση: «Monkey see, Monkey do» (ό,τι βλέπει η μαϊμού το κάνει). Παράξενο λοιπόν πως οι Αγγλόφωνοι δεν χρησιμοποιούν την έκφραση για τον σκοπό αυτό.

Οι «μαϊμούδες» μπορούν να είναι «πλήρη» αντίγραφα με καμία εμφανή διαφορά από το πραγματικό (π.χ. ρολόγια, τσάντες, γυαλιά ηλίου), χαμηλής ποιότητας αντίγραφα ή αντικείμενα με ελαφρώς παραποιημένα τα λογότυπα των εταιριών (π.χ. Adilas).

Τα τελευταία χρόνια, μεγάλη άνθιση παρατηρείται στη μαζική παραγωγή και διάθεση μαϊμούδων CD/DVD μουσικής, ταινιών και παιχνιδιών (βλ. Φωτό 2). Οι μαϊμούδες αυτές συνεχίζουν να πωλούνται κατά κόρον, γεγονός παράδοξο αν αναλογιστεί κανείς τις πειστικότατες προτροπές της μουσικής βιομηχανίας ότι η πειρατεία σκοτώνει τη μουσική (και το χοντρό νταβατζηλίκι της βιομηχανίας).

Παρόλο που, σύμφωνα με την Εθνική Αοιδό Lady Angela, η διάθεση των μαϊμουδο-CD/DVD γίνεται σχεδόν αποκλειστικά από μαύρους οικονομικούς μετανάστες, για το φαινόμενο μάλλον φταίει κάποιος «ευρέως». Το θέμα ερευνά ο Εθνικός Ιστορικός (και μέγας μΕΛετητής) Λιακόπουλος, ο οποίος φυσικά μπορεί να αποδείξει τη συνομωσία μεταξύ «ευρέων», ΕΛ, Χανεμπού, Ορκ, πρακτόρων της CIA και υποστηρικτών του Εξαποδώ των οποίων ηγείται ο Agent Smith υπό τις οδηγίες του Αρχιτέκτονα. Μη χάσετε τις φοβερές αποκαλύψεις στην επόμενη εκπομπή με τίτλο: “Nazi Lesbian Hookers abducted by UFOs and forced into weight-loss programs” (κλεμμένο από τον Weird Al Yankovich)

Στο πάρκινγκ του ΜΑΚRΟ:
- Φιλαράκο, έχω εδώ ένα χρονογράφο Bulgari άλλο πράμα, μόνο 50 ευρώ…
- Τη δίνεις σόλο τη μαϊμού ή έρχεται συνοδεία μπανάνας;

Αμέσως μετά στο ίδιο πάρκινγκ:
- Πω πω, κοίτα ρε μια Ferrari!
- Ποια Ferrari ρε βλάκα. Μαϊμού είναι, την έφτιαξε ο Μάκης ο Σουγιάς από fiberglass πάνω σε σασί από BMW.

Φωτό 1 - Η Μαϊμού (από Desperado, 15/07/08)Φωτό 2 - Το Μαϊμουδοεργοστάσιο (από Desperado, 15/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιά έκφραση που αναφέρεται στην κακοτεχνία, κακοκατασκευή και γενικά σε καταστάσεις και πράγματα που τα πληρώνεις ακριβά χωρίς να το αξίζουν - και μάλλον το καταλαβαίνεις μετά.

- Τί μάρκα είναι τα παπούτσια;
- Μάρκα μ' έκαψες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι είναι μούφα όταν είναι ψεύτικο ή φτιαχτό ή δεν είναι καλό.

  1. -Πω πω, μούφα το ντυσιματάκι της κοπελιάς ε;
    -Ναι. Μάλλον το πήγαινε για τρέντυ, αλλά δεν τα κατάφερε.

  2. -Πω πω, μούφα η ταινία.
    -Κρίμα τα λεφτά μας ρε...

  3. -Είναι πολύ μούφα η γκόμενα.
    -Ναι το παίζει και πολύ κάποια.

(από Galadriel, 02/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)Μούφα ενεργειακό βραχιόλι (από Vrastaman, 05/11/12)

Βλ. και μάπα, σότο, αντ. τίγκα, τέφα, μπέργκετ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified