Εκείνος που έχει μικροσκοπικά μπαλάκια (αρχίδια).
- Ποιος κατούρησε στην λεκάνη;
- Ο γαταρχίδας ο Σιλβής που τα αρχίδια του είναι σαν κεράσια.
Εκείνος που έχει μικροσκοπικά μπαλάκια (αρχίδια).
- Ποιος κατούρησε στην λεκάνη;
- Ο γαταρχίδας ο Σιλβής που τα αρχίδια του είναι σαν κεράσια.
Got a better definition? Add it!
Ο ευνούχος, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, δηλαδή και αυτός που δεν είναι αρκούδως άντρας, ο χαντούμης.
1. Δείχνει φανατικός βαζελίνος ο κοψαρχίδης... Έχει βλέμμα αλαφούζικο και νάζι λεωφόρου.
2. Θα τους ξυσετε τα Α……….δια, αν δε προλαβει να τους τα κλασει συγνωμη να τους τα κοψη ο ξεχαρβαλομενος πρωην ωραιος κοψαρχιδης.
3. Aρκετοί τράγοι που τυχαίνει να έχουν ξέχωρα τα λιμπά, αναφέρονται σαν κοψαρχίδης.
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας που ξυρίζει τις τρίχες από τους όρχεις του ή που γενικότερα ξυρίζει ή κοντοκουρεύει την ηβική του περιοχή.
Μερικοί λόγοι για να το κάνει:
Πιστεύει στην ισότητα των φύλωνε, οπότε θεωρεί ότι αφού ο ίδιος απαιτεί καραφλόμουνα, μπικίνια, βραζιλιάνικο κουτουλού, υποχρεώνεται να κάνει και αυτός το παρόμοιο σύμφωνα με την ουνιβερσαλιστική καντιανή προστακτική (ό,τι απαιτείς πρέπει να το θεωρείς καθολικό κανόνα).
Ο όρος έχει μια αρκετά ασθενή παρουσία στο Διαδίκτυο, και αν κρίνουμε από αυτήν, είναι μάλλον ρετροσέξουαλ έμπνευσης, δηλαδή επιδιώκει να ειρωνευτεί την αισθητική αυτή επιλογή νέας κοπής. Εξ ου και η έμφαση στα αρχίδια και όχι γενικά στην ηβική περιοχή. Γιατί το να ασχολείσαι με τρίχες είναι ήδη μάταιο, όπως και το να ασχολείσαι με αρχίδια. Το να ασχολείσαι και με τρίχες και με αρχίδια ταυτόχρονα, ε αυτό πια κι αν είναι...
- Ασφαλώς και ξυρίζω τα αρχίδια και κοντοκουρεύω τον θάμνο. Τι σου φταίει δηλαδή η κοπέλα σου να τρώει τις τρίχες σου;
- Ου ρε ξυρισαρχίδα!...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που μιλάει όλο για το ίδιο πράγμα και μας σπάει τα νεύρα.
Σταμάτα πια. Μας τα έχεις κάνει τόοοοοοοοοσα, σπαζαρχίδη!!!
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified