Further tags

Το τεντζερέ-μπόι είναι στέλεχος τράπεζας κυρίως, αλλά και των ΔΕΚΟ κτλ. που υφίσταται μείον σε αμοιβές, κύρος κτλ (από χρυσό σε ασήμι και τώρα χάλκινο). Πρώτα ήτανε τα πρωτοκλασάτα γκόλντεν μπόιζ με τις εξωπραγματικές αμοιβές, τα χλιδάτα κάρα (βλέπε καγιέν), τα λαπτοπ και το κινητό (που μόνο καφέ δεν ψήνει). Καθως σφίξανε σιγά-σιγά τα πράγματα, τα γκόλντεν μπόιζ γίνανε σίλβερ μπόιζ, ε τώρα έχουνε γίνει χάλκιν μπόιζ..

Αλλά επειδή δεν είναι δόκιμος ο όρος χάλκιν μπόι και είναι και πιο περιγραφικό της υποβάθμισης αυτής, λέγονται (ν)τεντζερέ μπόι... από το χάλκινο σκεύος -και όχι μόνο, τον τεντζερέ.

Τεντζερέ μπόι, καλά αμειβόμενο στέλεχος με μπάρμπα στην Κορώνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για ανθρώπους της επίδειξης χωρίς περιεχόμενο, που διαθέτουν μόνο το φαίνεσθαι, οι οποίοι προκειμένου να πραγματοποιούν αυτό το κόμπλεξ τους, μπορεί να στερούνται βασικά αγαθά διαβίωσης, αλλά στο ακριβό ντύσιμο, στο ακριβό κινητό και εν γένει ό,τι μπορούν να επιδεικνύουν, δεν κάνουν κράτει.

Είναι αυτό που λέμε για κάποιους: έλα μωρέ, ο τύπος είναι φιγούρα και λιγούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάποιον ο οποίος είναι πάρα πολύ αξιόλογος σε κάτι, σε σημείο που είτε αφήνει τους άλλους πίσω είτε κάνουν οι άλλοι πίσω να περάσει ως ένδειξη σεβασμού!!!

Ο τύπος πήρε την εταιρεία πριν τη χρεωκοπία και την έκανε Νο 1!!! Ο μάγκας είναι όλοι πίσω!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει παρέα, αλλά παρέα από αλάνι. Προέρχεται από τον στρατό, από ένα τάγμα όπου πήγαιναν όλα τα «καλά» παιδιά, κοινώς τα ματσακόνια.

  1. Τάκης: -Ρε μαν, γαμώ τα παιδιά ο Νίκος!!!!
    Ανδρέας: - αι, για πολύ μόμα ,λέμε...

  2. Τάκης: -Τι θα κάνουμε ρε μαν σήμερα;;;
    Ανδρέας: -Θα μαζευτεί η μόμα σπίτι μου, να παίξουμε προ!!!

Museum of Modern Arts, NY (από ironick, 18/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την γαλλική λέξη «début», που σημαίνει πρώτη εμφάνιση. Συνώνυμο του «επανακυκλοφορώ».

Χρησιμοποιείται για την πρώτη και εκθαμβωτική εμφάνιση που πραγματοποιεί κάποιος μετά από μεγάλη απουσία από τις νυχτερινές εξόδους, κυρίως μετά από χωρισμό.

  1. - Θα πάμε πουθενά απόψε; - Θα ακολουθήσεις; Εσύ έχεις να μας κάνεις την τιμή μήνες! - Ε,ναι λοιπόν. Απόψε ντεμπουτάρω!!!

  2. Πάρ' το απόφαση επιτέλους! Πλύσου, ντύσου, στολίσου! Πρέπει να ντεμπουτάρεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φρέσκια εκδοχή του «σωστό;», «ωραίο;», «βρίσκεις;», «γαμώ;», «καλό;» κλπ. Μαγκολούγκρικο.

Και στο αρσενικό όλ' αυτά -όταν αναφερόμαστε στον εαυτό μας, άσχετα αν είμαστε είτε άντρας είτε γυναίκα.

Στο ίδιο στυλ αλλά με άλλη σημασία: νομίζω;, τυχαίο;

  1. Έλεγα να καλέσουμε και την Ελενίτσα στο πάρτυ. Άρτιο;

  2. Λέω να βάλω ένα κόκκινο βαφτιστικό από πάνω για να δείχνω πιο κυριλέ. Άρτιος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεπερνάω τον εαυτό μου. Αγγλιά ολκής.

Επίσης, αν δεν απατώμαι (διορθώστε με), είναι όρος στο Στοίχημα.

  1. Ο Μάκης που δε μιλάει ποτέ, έκανε όβερ χθες το βράδυ και όλη νύχτα της τα έσουρε της Σάσα κανονικότατα.

  2. Αφού έκανες όβερ μέχρι και τη Μπουλόν, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατηρείται καμιά φορά στην σλανγκόσφαιρα το φαινόμενο χρήσης μιας ερώτησης καθεαυτήν ως καταφατική απάντηση στην ίδια, αφού προηγουμένως έχει αφαιρεθεί το ερωτηματικό, χωρίς όμως να αλλάξει το πρόσωπο.

Αυτό γίνεται χάριν βαρεμάρας ή και σαπίλας συνήθως (πού να σκέφτεσαι τώρα απάντηση να του δώσεις), αλλά και ολίγον για να κάνουμε χαβαλέ.

- Πεινάς;
- Πεινάς.

- Πεινάς; - Πεινάς. (από PUNKELISD, 04/04/11)hasta vrasta! (από MXΣ, 04/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την λειτουργία επανεκκίνησης στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, στην οποία συχνά καταφεύγουμε όταν κάτι δεν πάει καλά, για να ξεκουράσουμε τον υπολογιστήρα.

Χρησιμοποιείται κυρίως με δύο αλληλεπικαλυπτόμενες σημασίες:

  1. Όταν κάποιος έχει ανάγκη από ξεκούραση γιατί έχει πιξελιάσει το μουνί του. Συνώνυμο του γεμίζω μπαταρίες.

  2. Όταν κάποιος δεν πάει καλά, και τότε ο φίλος τον συμβουλεύει να κάνει επανεκκίνηση, δηλ. κάτι σαν σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα ή πάρ' το αλλιώς, ή αν το πρόβλημα είναι μεγάλο μια ριζικότερη αλλαγή ζωής.

Σχετικά τα: αρντάν ζωή και κίνηση, ή μια επανεκκίνηση; και πατάω refresh.

  1. - Αχ, έτσι, έφυγα το πουσουκού με την τζιπούρα για Αράχωβα κι έκανα ριστάρτ. Πάμε πάλι στη δουλειά από την Δευτέρα.

  2. - Δεν μου τα λες καλά που θα γυρίσεις στην μακαρίτισσα. Χρειάζεσαι restart άμεσα!

(από Jonas, 12/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Προσδιορισμός ικανότητας στρατιώτη / οπλίτη πέραν του Ι-5, που αποτελεί ακατάλληλο για στράτευση. Λέγεται για άτομα που δεν την παλεύουν μία ή δεν προσπαθούν καν πλέον ή δεν ξεκίνησαν ποτέ (να την παλεύουν). Ισχύει τόσο για σωματική όσο και για ψυχολογική απαλεψία, ή, τέλος, για απαράδεκτη αντικοινωνική συμπεριφορά μέσα στο στρατόπεδο. Τον χρησιμοποιούν και οι στρατεύσιμοι για ανώτερους που δείχνουν ανησυχητικά σημάδια στο μυαλό τους ή στην αυστηρότητά τους προς τα κακόμοιρα φαντάρια.

  2. Έχει περάσει και στην καθομιλουμένη για να δείξει την ανικανότητα και την βλακεία και να θίξει τα άτομα που την παρουσιάζουν. Επίσης θίγει τον ελληνικό εγωκεντρισμό και το σκεπτικό του ξερόλα -«Έλληνες είμαστε, ό,τι θέλουμε είμαστε»- σύμφωνα με τον οποίο παρατηρούμε και αντιλαμβανόμαστε, μυωπικά, μόνο ό,τι αφορά την μπάκα, την τσέπη, και την πάρτη μας, με γαϊδουρινή απάθεια για τα υπόλοιπα.

  1. - Είδες πάλι τον Αρρώστογλου που όπλισε στη σκοπιά. 20 Φ έφαγε και λίαν επιεικώς.
    - Επίτηδες το κανε μωρέ, από απελπισία, για να τον βγάλουν από ένοπλες υπηρεσίες.
    - Δε σκέφτηκε μήπως εκπυρσοκροτήσει το όπλο; Καλά ρε ο λακαμάς, τέρμα γιώτα πια;!

  2. - Κοίτα το μαμμούθ πως περνάει τον δρόμο περπατώντας λες κι είναι χωράφι του!
    - Τί ασχολείσαι; Τέρμα γιώτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified