Εξαιρετικά σλανγκενεργό έντομο. Ας δούμε ορισμένα:
Αυτός/ή, κοπέλα συνήθως, που φορά μεγάλα γυαλιά- μάσκα, που καλύπτουν μεγάλο μέρος του προσώπου, και τον/την κάνουν να μοιάζει με μύγα, η οποία έχει τεράστια μάτια στο λιλιπούτειο κεφαλάκι της. Η τοιαύτη μύγα, αν είναι κοντός-ή λέγεται μυγόφτυμα. Τα γυαλιά αυτά λέγονται και πούλμαν, αν δε τα φοράει μπάζο λέγονται μπαζοκρύφτης ή μπαζοκόφτης.
Κάποιος ενοχλητικός, ο οποίος μας μυγιάζει, δηλαδή μας ενοχλεί όπως μια επίμονη μύγα. Βλ. και έκφραση όποιος έχει την μύγα μυγιάζεται , δηλαδή ενοχλείται όποιος έχει λόγο να ενοχληθεί. Αυτός που ενοχλείται, αλλά για ασήμαντους λόγους είναι ο μυγιάγγιχτος. Η μύγα ως ενοχλητικός άνθρωπος λέγεται ενίοτε και μύγα του Βαρεμένου, ύστερα από το επεισόδιο του δημοσιογράφου με την μύγα στον αέρα.
Κάποιος ανάξιος λόγου, ουτιδανός. Βλ. και μυγόχεσμα, μυγοκούραδο, έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, η αράχνη έπιασε δυο μύγες, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, βγάζω από την μύγα ξίγκι ή εκ του αντιστρόφου άλα πούτσα το μυγάκι, γενναία μύγα.
Κάποιος που ασχολείται με πράγματα που βρωμάνε. Πρβλ. χιλιάδες μύγες τρων σκατά, λες να κάνουν λάθος;
Δες επίσης βαράω μύγες, μυγάκια, μυγαμήσω, μύγα μήσω, μυγαπίξελ, μυγομάνι, μυγορακέτα / φλάϊ κίλλερ, σπαριλόμυγα, χεζόμυγα, χρυσομυγί. Ακόμη σαν την μύγα μες στο γάλα = κάποιος που δεν ταιριάζει στο περιβάλλον του. Μύγα σε τσίμπησε; = όταν η συμπεριφορά κάποιου είναι ανεξήγητα κακή. Κλείστο θα μπει μύγα = όταν κάποιος έχει το στόμα του πολλή ώρα ανοιχτό επειδή χασμουριέται ή βαριέται.
Πολύ σέξι η πιπινέζα, τρελό μπουστάκι, αλλά μ' αυτά τα γυαλιά είναι σκέτη μύγα! Και το χρυσομυγί το φόρεμα τι τό 'θελε;
Τα Wikileaks και η μύγα (Δες).
Από τη μύγα ψήφους επιχειρούν να βγάλουν οι κυρίαρχοι του δικομματισμού ενόψει εκλογών. (Ρίζος).
Οι δύο κατηγορίες ανθρώπων: Η μύγα και η μέλισσα. (Δες).