πουλάρω, μπουλάρω
Πληθωρικό ρήμα που αντιστοιχεί στις εκφράσεις παίρνω και -για λόγους αμοιβαιότητας- δίνω (μ)πούλο. Αυτό το αλισβερίσι πεόντων συντάσσεται ως μεταβατικό ή ως αμετάβατο, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες.
- Να πάει να γαμηθεί το #grexit! Να την πουλάρει η Γερμανία μέχρι να αποκτήσει κυβέρνηση της προκοπής. Δεν φεύγουμε ρε! #deutschgang ρε! (απ' αδακά)
- Στην τελίκη μπουλάρουμε τον στουη και δε τρέχει τσάι. Μας χαλάει και το στυλ της ομάδας έτσι κι αλλιώς με το να έρχεται κοντοπαντέλονος στα λαν. (απ' αδακά)
- Ο.Κ. Έβαλα την αρνητική ψήφο μου, ώρα να την πουλάρω [...] (απ' αδακά)
- Πω ρε φίλη, γεμάτο το βροντοπούλι σου από ουρολαγνικά μέλια! ...Τα χρειάζεσαι ή να τα μπουλάρω;