Όρος λεξιπλαστικός, ο οποίος χρησιμοποιείται για γυναίκες ελαφρών ηθών που παράλληλα με τη δουλειά τους αρέσκονται στην χρήση διαστροφικών τρόπων συνεύρεσης. Το «μαλακοπουτανιάρα» είναι απλώς χαριτωμενιά.

(διάλογος ανδρών) -Την ξέρεις την Τάνια από το κάτω διαμέρισμα;;;; -Όχι! -Μιλάμε, τρελή μαλακοπουτανιάρα η τύπισσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλαμμένο μουνί = Άθλια κατάσταση..

.

- Πώς είσαι έτσι ρε μαλάκα, σαν κλαμμένο μουνί..!!

(από Khan, 01/07/14)

Βλ. και μουνί κλαμένο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφάνιση που αγγίζει τα όρια της γελοιότητας.

Αν δεις πώς είναι ο αδελφός μου τώρα που ξύρισε το μούσι, θα πάθεις, είναι σα μουνί καλλιγραφία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρτόλα, η γυναίκα που πάει με όλους.

Η Σούλα είναι σαν το ποδήλατο του χωριού: όλοι το έχουν πάρει μια βόλτα...

Βλ. και ψωλοκρεμάστρα, πασαγαμιόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified