Further tags

Η γκόμενα που κυκλοφορεί χωρίς σουτιέν. Τα βυζιά βόσκουν ελεύθερα, συνήθως μέσα σε ένα κολλητό μπλουζάκι ή ένα πολύ αεράτο ριχτό.

(αραχτοί στο παρακμιακό κάμπινγκ)
-Αμάν...
-Τι ρε;;;!!
-Δες αυτό το ελευθέρας που περνάει...
-Ωχ... δες τα πως βοσκάνε.
-Εμείς πότε θα τα βοσκήσουμε να δω...
-Μπορούμε να μετακομίσουμε τη σκηνή δίπλα στη δική της!
-ΟΚ, μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published

Γκόμενα παρθένα που γαμιέται μόνο από τον κώλο και παράγει και τον ανάλογο ήχο.

Ρε σάπιε με τη Λόλα πηδιέσαι; Πήγα πέρυσι διακοπές με τη φρου-φρου και μας άκουσε όλο το κάμπινγκ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος λεξιπλαστικός, ο οποίος χρησιμοποιείται για γυναίκες ελαφρών ηθών που παράλληλα με τη δουλειά τους αρέσκονται στην χρήση διαστροφικών τρόπων συνεύρεσης. Το «μαλακοπουτανιάρα» είναι απλώς χαριτωμενιά.

(διάλογος ανδρών) -Την ξέρεις την Τάνια από το κάτω διαμέρισμα;;;; -Όχι! -Μιλάμε, τρελή μαλακοπουτανιάρα η τύπισσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρτόλα, η γυναίκα που πάει με όλους.

Η Σούλα είναι σαν το ποδήλατο του χωριού: όλοι το έχουν πάρει μια βόλτα...

Βλ. και ψωλοκρεμάστρα, πασαγαμιόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς η γκόμενα που τη βλέπεις και πετρώνεις... Όχι ακριβώς ολόκληρος, ένα μέρος σου όμως στάνταρ.

(Για όσους δεν κατάλαβαν, ας κάνουν μία ιστορική αναδρομή στην ελληνική μυθολογία και στην τερατόμορφη «Μέδουσα»).

Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, πουτσομούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified