...και κάτι ψιλά, περασμένα.

  1. Η ομάδα έφαγε ήττα στο ενενήντα-φεύγα (=90ό λεπτό και κάτι)

  2. Ρε η Λιλίκα τα έφτιαξε με έναν παππού πενήντα φεύγα (=50+)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φήμη, κάτι που ακούγεται γενικότερα, διαδίδεται και πιστεύεται οτι είναι αλήθεια σαν μυθολογία, αλλά κανένας δεν ξέρει απο πού προέκυψε η κυκλοφορία και να την επιβεβαιώσει.

- Ρε, πού χάθηκε αυτός ο ηθοποιός; Άκουσα πήγε Αμερική να κάνει διεθνή καριέρα.
- Κι εγώ το έχω ακούσει, αλλά το έψαξα στο Ίντερνετ και δε βρήκα τίποτα τέτοιο, μάλλον urban legend είναι.
- Τι λε ρε; Αφού όλοι έτσι λένε, ότι πήγε Αμερική.
- ... Ε, τι να σου πω.

Βλέπε και αστικός μύθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόσταση που χρειάζεται 10-15 λεπτά για να την διανύσεις, όσο περίπου διαρκεί και ένα τσιγάρο.

Έλα ρε δεν είναι μακριά... ένα τσιγάρο δρόμος!

(από Khan, 17/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράτα με, άσε με ήσυχο.

- Που λες ο Αντώνης...
- Όχου, χέσε μας μωρή κολλημένη με τον Αντώνη πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να πεις σε κάποιον ότι δεν μπορεί να σου κάνει τίποτα σε στιγμές εκνευρισμού και έντονου θυμού.

- Ρε Κώστα, μουνόπανο, άμα έρθω εκεί, θα σου γαμήσω όλη την οικογένεια!
- Πάρε φόρα να μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, παλιοκαριόλη!

Ο Γεράσιμος Γιακουμάτος! Στο 1:31! (από patsis, 30/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια ξεσπάσματος από αγανακτισμένους άντρες που δεν αντέχουν άλλο τη μίρλα της γκόμενάς τους, υποδηλώνει δε τις θυσίες και χατίρια που έχουν κάνει στις αχάριστες γυναίκες τους.

Ωχ πια με έφαγες, και τι δεν έκανα για σένα: και τα μίνια σου και τα έτσι σου, τα πάντα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πληθυντικός του τσάο.

- Άντε, τσάγια ρε, θα τα πούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλπ.

  2. Μη πειστικές δικαιολογίες, παραμύθια της Χαλιμάς.

  3. Ακατάσχετη φλυαρία, μη αποδεκτή.

  1. - Πω ρε πούστη, για να συναρμολογήσω αυτήν τη βιβλιοθήκη [IKEA] θέλει να αγοράσω κατσαβίδια, σφυριά και μα-μου ιστορίες... Για έξοδα είμαστε;

  2. - Και την λέω «Πού ήσαν χτες;» και με λέει «ε να ξεχαστήκαμε με τη Ρίτσα εκεί στον καφενέ» και «είναι μόνη της μωρέ και θέλει παρέα» και «είναι άρρωστη και η θειά της» και μα-μου ιστορίες... «Καλά, για μαλάκα με έχεις» την λέω, «τα χάφτω εγώ κάτι τέτοια;»

  3. - Ήρθε ψε η Νίτσα από το σπίτι και μου τα 'πρηξε με τα γκομενικά της. Και ο Μάκης έτσι, και ο Μάκης αλλιώς και δεν με κάνει, δεν με ράνει, δεν με δείχνει και μα-μου ιστορίες... Ποιος σε ρώτησε, κυρά μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει βαρεμάρα, πρήξιμο, ενόχληση κτλ. Συνήθως αναφέρεται σε μια υποχρεωτική διαδικασία.

-Πωπω ρε φίλε, αυτό το δίωρο έκθεσης με σκοτώνει.
-Μεγάλο τσουρέκι ρε συ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το χάλια πιτόγυρο, γύρος του κώλου.

  2. Κάτι που το ξέρουν όλοι, έκανε δηλαδή τον γύρο του κόσμου. Σε αυτήν την περίπτωση συνοδεύεται και με το πριν 80 ημέρες.

  1. Άσ' το πάμε για πίτσα, εδώ κάνουν τον γύρο του κώ.

  2. Αυτό το λες νέο, εδώ έχει κάνει τον γύρο του κό πριν 80 ημέρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified