Όπως μας πληροφορεί ο αγαπητός φίλος vikar στο ΔΠ η έκφραση τι και τίκφινικ είναι μια γείωση που η Ζυράννα Ζατέλη χρησιμοποίησε σε κάποιο γραπτό της.

Εγώ ο άμοιρος, ούτε την κυρία Ζατέλη γνωρίζω, ούτε έχω διαβάσει κάποιο κείμενο της, αλλά ούτε το έχω ξανακούσει με τέτοια χρήση!

Απλά γνωρίζω ότι το «τίκφινικ» είναι ένα τούρκικο πιάτο με βάση την κολοκύθα, που μας έρχεται από την ωραία Ανδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης.

Πιθανολογώ, χωρίς να γίνομαι ξερόλας, ότι είναι μια παλιά γείωση, που την λέγανε πρόσφυγες από εκείνα τα μέρη, γιατί είναι εύηχη, όπως το «μπαμπά» - «μπαμπακόπιτα» που έλεγε και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας.

Άρα το κείμενο της κυρίας Ζατέλη θα αναφέρεται στα παλιά εκείνα χρόνια, σε αφήγηση πρόσφυγα, ή η ίδια έχει καταγωγή από εκεί.

«Εσύ πώς πήρες τ' άλογο;» τον ρώτησε. «Με τί χρήματα;»

«Ά, βρήκα», του είπε εκείνος, «αν έχεις τύχη!... Βρήκα έναν που μου χρωστούσε [...] τα μαλλιοκέφαλά του. Κι' όλο μου κλαιγόταν: δεν έχω, δεν κάνω, δεν ράνω, περίμενε και κόντρα περίμενε. Και τον πέτυχα, που λές, σήμερα πάνω που αγόραζε δυό άλογα. Όχι ένα, δυό! [...] Και χωρίς να παζαρεύει πολύ-πολύ, έκανε τον άρχοντα! Έκανα κι' εγώ τον ψόφιο κοριό πίσω του. Και μόλις έβγαλε το κομπόδεμά του να πληρώσει [...], πάω που λές και του πιάνω μαλακά το χέρι. Με θυμάσαι; του λέω. Πώς δεν σε θυμάμαι, μου λέει. Θυμάσαι τί μου χρωστάς; του ξαναλέω. Έ, πώς, τί... άρχισε να διαμαρτύρεται. Τί και τίκφινικ! του λέω· ή θα μου τα δώσεις σήμερα, αυτήν τη στιγμή και μπροστά σε όλους, για ν' αγοράσω κι' εγώ ενα άλογο, ή θα σε σύρω στα δικαστήρια με σαράντα μαρτύρους! [...]»

(Ζ. Ζατέλη, «Και με το φως του λύκου επανέρχονται»)

Tikvenik - Τίκφινικ (από poniroskylo, 04/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευγενέστατη απάντηση σε κάποιον που μας πρήζει σχετικά με κάποια μειονεκτήματα του χαρακτήρα μας. Δλδ, αποτελεί τον ευγενικό τρόπο να πούμε σε κάποιον κολλητό ή πολύ δικό μας, ότι αρχίζει να μας πρήζει τα αρχίδια. Αλλά επειδή τον εκτιμάμε και μάλλον αντικειμενικά έχει δίκιο, ή έχει καλές προθέσεις, τον αφοπλίζουμε με αυτή την δήλωσή μας. Η οποία παρεμπιπτόντως είναι αληθής -και θα ήταν και συγκινητική, αν δεν χρησιμοποιόταν για να σκαπουλάρουμε από το ζάλισμα των γεννητικών οργάνων μας!

  1. - Είσαι ένα κουρέλι!!! Φέτος θα έπρεπε να τελειώνεις τη σχολή, κι εσύ δίνεις ακόμα μαθήματα του πρώτου έτους! Ντροπή σου. Και γυρνάς και τα ξημερώματα. Και κάθεσαι και δέκα ώρες στον σλανγκγκρ...
    - Κι εγώ σ' αγαπώ ρε μάνα, αλλά δεν σου κάνω τέτοιες σκηνές, με την τσίμπλα στο μάτι!!!! Κάνε μου έναν καφέ και μετά βάρα....

  2. - Δεν παίζεσαι με τίποτα! Γιατί δεν ήρθες χθες που σου ζήτησα ρε;
    - Κάτι θα μου έτυχε, δεν θυμάμαι.
    - Ρε σου είπα ότι ήταν ανάγκη. Σε ήθελα για κάλυψη, για ξεκάρφωμα. Και με πούλησες! Μόνο την πάρτη σου κοιτάς! Παρτάκια, ε παρτάκια. Δεν θα μου ζητήσεις ρε μια φορά βοήθεια. Τ' αρχίδια μου θα πάρεις. Αλλά πρέπει να στο ξεπληρώσω αυτό. Πού θα μου πας. - Κι εγώ σ' αγαπώ.
    - Άσε ρε τις αγάπες μωρή σουπιά, μη σε κάνω με σπανάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με τουρκικές ρίζες. Χρησιμοποιείται στη Βόρεια Ελλάδα από μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους, πιθανώς με καταγωγή Κωνσταντινουπολίτικη ή Μικρασιάτικη. Στην σύγχρονη Τουρκία η έκφραση δεν συνηθίζεται αλλά είναι απολύτως κατανοητή. Συνεπώς, χρησιμοποιήστε την σε συνομιλία με Τούρκους μόνο αν πραγματικά την εννοείτε - είναι και παρεξηγιάρηδες αυτοί.

Η έκφραση αποτελείται από τα εξής συνθετικά μέρη:

αλ = παίρνω
σικιμέ = η ψωλή μου
βουρ = βαράω, κοπανάω
ντουβαρά = στον τοίχο

Το όλον, λοιπόν, σημαίνει:

Παίρνω την ψωλή μου και την κοπανάω στον τοίχο.

Η έκφραση δείχνει ότι έχω περιέλθει σε πλήρη απόγνωση από τις μαλακίες που ακούω ή βλέπω να γίνονται - ιδιαίτερα όταν γίνονται ή λέγονται πράγματα πολύ αντιφατικά και όταν ξέρω, παράλληλα, και ότι δεν μπορώ να αντιδράσω. Λέω, λοιπόν, στον συνομιλητή μου ότι, βασικά, έχει φτάσει σε τέτοιο όριο βλακείας και αλαλούμ που είναι σα να έχει βγάλει την πούτσα του και να την βαράει στον τοίχο. Κι εγώ, που δυστυχώς ξέρω ότι είναι μάταιο να προσπαθήσω ν' αντιδράσω, αναγκάζομαι να κάνω το ίδιο - μιλάμε για τέτοια απόγνωση.

- Ξέρετε, γιαγιά, δεν θα μπορέσω να έλθω στο Ωραιόκαστρο να σας πάρω από τη θεία Ευανθία απόψε.
- Καλά βρε παιδάκι μου, μου το υποσχέθηκες, βασίστηκα σε σένα, εγώ πώς θα φύγω τώρα απο κει μες τη νύχτα; - Ναι, συγνώμη, αλλά άλλαξαν τα σχέδια ... θα βγω με τη Μαιρούλα τελικά και θα πάμε Πανόραμα
- Με τη Μαιρούλα; Καλά, εσύ δεν είχες πει ότι αυτή είναι παρτσακλό τελείως και να σε πλήρώνανε δεν έβγαινες ξανά μαζί της;
- Ναι, ξέρετε, γιαγιά, αλλάζουν τα πράματα ...
- Αχ παιδάκι μου, άκρη δε βγάζει ο άνθρωπος με σένα ... αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά ...
- Ε, γιαγιά, Τούρκικο είναι αυτό, ε; Τα θυμάστε ακόμα από την Πόλη; Τι σημαίνει; Παροιμία είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified