Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας:

Προέρχεται απ’ το βλάχικο čiona που σημαίνει σπουργίτι. (άσχετο: στ’ Αρβανίτικα τσόνι= βρίσκω -παθητική φωνή, τσόνεμ= βρίσκομαι)

Είναι το στρουθιόμορφο πουλί σπίνος - σπίζα η άγαμος - (επίσης πίπιζα και τσουνάς). Ακριβώς επειδή είναι στρουθιόμορφο και λόγω ετυμολογίας, πολλές φορές σημαίνει και το σπουργίτι και γενικότερα ένα οποιοδήποτε πουλάκι.

Καθότι μικρό, χαϊδευτικά «τσόνι μου»: μικρό μου / πουλάκι μου / παιδάκι μου.

Σημαίνει:

  1. Τον έξυπνο και συνετό άνθρωπο, που αποφεύγει τις παγίδες και ξέρει να επιβιώνει. Ειρωνικά, το ντεμέκ τζένιο που σ’ ό,τι μπλέκεται «τα χέζει» / «τα γαμάει τη μάνα» (βλ & 6).

  2. Σε κυνηγετικά σινάφια: μικρό θήραμα χωρίς αξία, που δεν γεμίζει το μάτι, ένα τίποτα.

  3. Η τσουτσούνα (της παιδικής slang) οπότε και το πέος.

  4. Στην Λαρισαίϊκη έκφραση – γείωση «Τρία π’λιά (πουλιά) κι ένα τσόν» σημαίνει ό,τι και τα: «Άσχετο», «άλλ’ αντί άλλων», «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα», «Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω» στην καλύτερη εκδοχή - και στη χειρότερη: «μιλούνε όλοι, μιλούν κι οι κώλοι» για κάποιον που πετάγεται σαν πούτσα / πορδή εκεί που δεν τον σπέρνουν.

  5. Στην έκφραση: «Μυαλό από τσόνι» σημαίνει ό,τι και το «μυαλό κουκούτσι» κι αναφέρεται σε βλάκες, ουγκ, στόκους δηλώνοντας κάτι που δεν υπάρχει και μοιάζει πολύ με το «Μαλλιά από τσόνια, και γάλα από χελώνες» (βλ σχόλιο του krepsinis στον έτερο ορισμό)

  6. Σε πιο slang χρήσεις μπορεί να σημαίνει (συνήθως υποτιμητικά):
    α) τον σφίχτερμαν / μπρατσαρά (απ’ το μπρατσόνι),
    β) τον μπάτσο (απ’ το μπατσόνι) των ΜΑΤ.

Αναφέρω παραδείγματα όπου γίνεται παιχνίδι με πολλές έννοιες ταυτόχρονα.

  1. - Εγώ λέω μπήκε ένα τσόνι κάτω απ’ τη σέλα ... λίγο πιο πάνω απ’ τη μπαταρία περίπου και κελαηδάει σε κάθε αλλαγή ταχύτητας γιατί γουστάρει τα γκάζια!!! πάντως ειλικρινά... δεν έχω καταλάβει τίποτα γι’ αυτό το θόρυβο... γι’ αυτό δεν μπορώ να δώσω σοβαρότερη απάντηση. Πάντως ψάξε και για το τσόνι, ποτέ δεν ξέρεις!
    - Τι είναι το τσόνι; Εδώ στο χωριό μου δεν τα ξέρουμε αυτά!
    - Χα χα χα!! Από πού είσαι;
    - Ανήκω στην φυλή των δρομιάρηδων. Εμείς δεν έχουμε τέτοια πράγματα. Μόνο γράσο, λάδι και καμένο λάστιχο!
    - Το ξέρεις το τσόνι! Σίγουρα! Είναι αυτό που κελαηδάει ανάμεσα απ’ τα πόδια σου όταν είσαι με κοπέλα! Εκτός αν είσαι απ’ το χωριό Συκιές. (αγορασμένο)

  2. - Κι αν είναι προβοκάτσια που λες, μη την ψάχνεις σε ξένες πρεσβείες! Αν ήταν τέτοια, θα την έστηνε μια χαρά ο Κ..κος, που ψάχνει εναγωνίως διάψευση ότι η ΝΔ του Σαμαρά, τον οποίον έτρεξαν να στηρίξουν τα πρώην τσόνια που τον είχαν προτιμήσει για τους λόγους που περιγράφονται, αρνείται την ανάγκη υπεράσπισης και τον ανένδοτο αγώνα για το όνομα!
    - Όχι ρε φίλε! Τσόνι είμαι! Πάω όπου μπορώ να σταθώ! Κοιτώντας αν μου παρέχουν ενδιαίτημα! Όχι Ξόβεργες! (από εφημερίδα)

  3. – Χτύπησες τίποτα;
    - Μπα!! Ούτε τσόνι, γαμώ την γκαντεμιά μου.

  4. «Μιλώντας ο υφυπουργός άκουσε τον Γ. Τ..κη να τον διακόπτει λέγοντας κάτι άσχετο με την ομιλία. Έτσι, λοιπόν, επιστράτευσε κάτι που λένε στην πατρίδα του για να του «κόψει τον αέρα». «Στη Λάρισα λέμε “τρία πλιά κι ένα τσόνι” κυνηγάνε τον Αντώνη»! (προσαρμοσμένο από το δίχτυ)

  5. – Μωρό μου; Γουστάρεις τις καινούργιες μου γόβες - στιλέτο;
    – Πού θα τις βάλεις μωρή;
    - Στην εκδρομή.
    - Στο Καϊμάκ για σκι; Ε!! ρε!! μυαλό από τσόνι.
    - Κλαψ! Λυγμ!. Κι εγώ που άκουσα ξεσκί.
    - Νταξ!! Μ’ αρέσει ο τρόπος που …ακούς.

  6. α. «…Ο C…la δεν είναι άγνωστος παίχτης αλλά είναι αστείο να αναφέρεται σαν λύση, επειδή είναι τσόνι και ντούκι! Ο τύπος είναι κοκάκιας και μπασκετικά δεν είναι και τίποτα σπουδαίο! Αλλά το μπάσκετ θέλει μυαλό και μετά μούσκουλα!...» (από μπλογκ)

ένα τσόνι  (από sstteffannoss, 07/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως μας πληροφορεί ο αγαπητός φίλος vikar στο ΔΠ η έκφραση τι και τίκφινικ είναι μια γείωση που η Ζυράννα Ζατέλη χρησιμοποίησε σε κάποιο γραπτό της.

Εγώ ο άμοιρος, ούτε την κυρία Ζατέλη γνωρίζω, ούτε έχω διαβάσει κάποιο κείμενο της, αλλά ούτε το έχω ξανακούσει με τέτοια χρήση!

Απλά γνωρίζω ότι το «τίκφινικ» είναι ένα τούρκικο πιάτο με βάση την κολοκύθα, που μας έρχεται από την ωραία Ανδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης.

Πιθανολογώ, χωρίς να γίνομαι ξερόλας, ότι είναι μια παλιά γείωση, που την λέγανε πρόσφυγες από εκείνα τα μέρη, γιατί είναι εύηχη, όπως το «μπαμπά» - «μπαμπακόπιτα» που έλεγε και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας.

Άρα το κείμενο της κυρίας Ζατέλη θα αναφέρεται στα παλιά εκείνα χρόνια, σε αφήγηση πρόσφυγα, ή η ίδια έχει καταγωγή από εκεί.

«Εσύ πώς πήρες τ' άλογο;» τον ρώτησε. «Με τί χρήματα;»

«Ά, βρήκα», του είπε εκείνος, «αν έχεις τύχη!... Βρήκα έναν που μου χρωστούσε [...] τα μαλλιοκέφαλά του. Κι' όλο μου κλαιγόταν: δεν έχω, δεν κάνω, δεν ράνω, περίμενε και κόντρα περίμενε. Και τον πέτυχα, που λές, σήμερα πάνω που αγόραζε δυό άλογα. Όχι ένα, δυό! [...] Και χωρίς να παζαρεύει πολύ-πολύ, έκανε τον άρχοντα! Έκανα κι' εγώ τον ψόφιο κοριό πίσω του. Και μόλις έβγαλε το κομπόδεμά του να πληρώσει [...], πάω που λές και του πιάνω μαλακά το χέρι. Με θυμάσαι; του λέω. Πώς δεν σε θυμάμαι, μου λέει. Θυμάσαι τί μου χρωστάς; του ξαναλέω. Έ, πώς, τί... άρχισε να διαμαρτύρεται. Τί και τίκφινικ! του λέω· ή θα μου τα δώσεις σήμερα, αυτήν τη στιγμή και μπροστά σε όλους, για ν' αγοράσω κι' εγώ ενα άλογο, ή θα σε σύρω στα δικαστήρια με σαράντα μαρτύρους! [...]»

(Ζ. Ζατέλη, «Και με το φως του λύκου επανέρχονται»)

Tikvenik - Τίκφινικ (από poniroskylo, 04/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευγενέστατη απάντηση σε κάποιον που μας πρήζει σχετικά με κάποια μειονεκτήματα του χαρακτήρα μας. Δλδ, αποτελεί τον ευγενικό τρόπο να πούμε σε κάποιον κολλητό ή πολύ δικό μας, ότι αρχίζει να μας πρήζει τα αρχίδια. Αλλά επειδή τον εκτιμάμε και μάλλον αντικειμενικά έχει δίκιο, ή έχει καλές προθέσεις, τον αφοπλίζουμε με αυτή την δήλωσή μας. Η οποία παρεμπιπτόντως είναι αληθής -και θα ήταν και συγκινητική, αν δεν χρησιμοποιόταν για να σκαπουλάρουμε από το ζάλισμα των γεννητικών οργάνων μας!

  1. - Είσαι ένα κουρέλι!!! Φέτος θα έπρεπε να τελειώνεις τη σχολή, κι εσύ δίνεις ακόμα μαθήματα του πρώτου έτους! Ντροπή σου. Και γυρνάς και τα ξημερώματα. Και κάθεσαι και δέκα ώρες στον σλανγκγκρ...
    - Κι εγώ σ' αγαπώ ρε μάνα, αλλά δεν σου κάνω τέτοιες σκηνές, με την τσίμπλα στο μάτι!!!! Κάνε μου έναν καφέ και μετά βάρα....

  2. - Δεν παίζεσαι με τίποτα! Γιατί δεν ήρθες χθες που σου ζήτησα ρε;
    - Κάτι θα μου έτυχε, δεν θυμάμαι.
    - Ρε σου είπα ότι ήταν ανάγκη. Σε ήθελα για κάλυψη, για ξεκάρφωμα. Και με πούλησες! Μόνο την πάρτη σου κοιτάς! Παρτάκια, ε παρτάκια. Δεν θα μου ζητήσεις ρε μια φορά βοήθεια. Τ' αρχίδια μου θα πάρεις. Αλλά πρέπει να στο ξεπληρώσω αυτό. Πού θα μου πας. - Κι εγώ σ' αγαπώ.
    - Άσε ρε τις αγάπες μωρή σουπιά, μη σε κάνω με σπανάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τον τιραμισουρεαλισμό, το μπλε δηλώνει επίσης:

  • Την φάση όπου κάποιος έχει πάρει πολλά Βιάγκρα, επειδή υποτίθεται ότι μια από τις παρενέργειες, αν πάρεις πολλά, είναι να τα βλέπεις όλα μπλε. (Σ.ς.: Δεν ξέρω, δεν τα έχω ανάγκη). Γενικά, μπλε είναι η Βιαγκρο-νιρβάνα, Βιαγκρο-μαστούρα. Βλ. και έκφραση «τα βλέπω όλα μπλε».

  • Αγγλιά για την μελαγχολία. Από τα blues, blue mood, κ.τ.λ.

Τα είδε όλα μπλε με την Καυλάουρα ο Επαμεινώνδας. Θεός σχωρέστονε! Και τού 'λεγα: «Δεν είναι κουφέτα τα Βιάγκρα, Νώντα μου!». Δεν μ' άκουγε ο μακαρίτης!

Σχετικό: μπλε περίοδος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με τουρκικές ρίζες. Χρησιμοποιείται στη Βόρεια Ελλάδα από μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους, πιθανώς με καταγωγή Κωνσταντινουπολίτικη ή Μικρασιάτικη. Στην σύγχρονη Τουρκία η έκφραση δεν συνηθίζεται αλλά είναι απολύτως κατανοητή. Συνεπώς, χρησιμοποιήστε την σε συνομιλία με Τούρκους μόνο αν πραγματικά την εννοείτε - είναι και παρεξηγιάρηδες αυτοί.

Η έκφραση αποτελείται από τα εξής συνθετικά μέρη:

αλ = παίρνω
σικιμέ = η ψωλή μου
βουρ = βαράω, κοπανάω
ντουβαρά = στον τοίχο

Το όλον, λοιπόν, σημαίνει:

Παίρνω την ψωλή μου και την κοπανάω στον τοίχο.

Η έκφραση δείχνει ότι έχω περιέλθει σε πλήρη απόγνωση από τις μαλακίες που ακούω ή βλέπω να γίνονται - ιδιαίτερα όταν γίνονται ή λέγονται πράγματα πολύ αντιφατικά και όταν ξέρω, παράλληλα, και ότι δεν μπορώ να αντιδράσω. Λέω, λοιπόν, στον συνομιλητή μου ότι, βασικά, έχει φτάσει σε τέτοιο όριο βλακείας και αλαλούμ που είναι σα να έχει βγάλει την πούτσα του και να την βαράει στον τοίχο. Κι εγώ, που δυστυχώς ξέρω ότι είναι μάταιο να προσπαθήσω ν' αντιδράσω, αναγκάζομαι να κάνω το ίδιο - μιλάμε για τέτοια απόγνωση.

- Ξέρετε, γιαγιά, δεν θα μπορέσω να έλθω στο Ωραιόκαστρο να σας πάρω από τη θεία Ευανθία απόψε.
- Καλά βρε παιδάκι μου, μου το υποσχέθηκες, βασίστηκα σε σένα, εγώ πώς θα φύγω τώρα απο κει μες τη νύχτα; - Ναι, συγνώμη, αλλά άλλαξαν τα σχέδια ... θα βγω με τη Μαιρούλα τελικά και θα πάμε Πανόραμα
- Με τη Μαιρούλα; Καλά, εσύ δεν είχες πει ότι αυτή είναι παρτσακλό τελείως και να σε πλήρώνανε δεν έβγαινες ξανά μαζί της;
- Ναι, ξέρετε, γιαγιά, αλλάζουν τα πράματα ...
- Αχ παιδάκι μου, άκρη δε βγάζει ο άνθρωπος με σένα ... αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά ...
- Ε, γιαγιά, Τούρκικο είναι αυτό, ε; Τα θυμάστε ακόμα από την Πόλη; Τι σημαίνει; Παροιμία είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified