δημαρχέσα, δημαρχέσος

Κακεντρεχές λολοπαίγνιο που μπορεί να σημαίνει:

  • Γυναίκα δήμαρχος (δημαρχέσα),
  • Άνδρας δήμαρχος (δημαρχέσος)
  • Γκέη δήμαρχος (δημαρχέσα, δημαρχέσος),
  • Σύζυγος δημάρχου (δημαρχέσα).

    Εκ του δήμαρχος και τού χέσε μέσα. Ενίοτε γράφεται και με δύο σ.

Σλανγκασίστ: Δων Μήτσος.

1. Ονειρεύεται να γίνει δημαρχέσσα η Τζάκρη!

2. Δε το ξέρω το παλικάρι, κατεβαίνει για Δημαρχέσος;

3. Πω πω, μην με σκας κούκλα μου, που λέγε και η λατρεμένη δημαρχέσα ο Ψινάκης!

3. Η Πατούλαινα δημαρχέσα από τον πρώτο γύρο. Η απόδειξη ότι ο αίλλυνας στηρίζει τη διαφορετικότητα.

4. ποιος ακαρδος χωρισε στη γεννα τη δημαρχέσσα αμαρουσιου και τη ντονατελα βερσατσε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο Δένδιας παρέπεμψε την Χρυσή Αυγή στην δικαιοσύνη ως εγκληματική οργάνωση άθελά του λάνσαρε ένα νέο ξύλινο μπινελίκι που φορέθηκε με θέρμη από τους δημοσιοκάφρους, μουμουέ, α(θ)λητικογράφους, κ.ά.

Προσάπτεται πλέον αδιάκριτα σε βάρος κάθε οργάνωσης ή φορέα που αντιπαθούμε: «εγκληματική οργάνωση» είναι πιχί το ΘΑΣΟΚ για τον αντιπρόεδρο της Βουλής (βλ. παράδειγμα 1), οι γαύροι για τον Πρετεντέρη (βλ. παράδειγμα 2), ο ΣφΥΡΙΖΑ για τα αυγά (βλ. παράδειγμα 5) και πάει λέγοντας.

Κι έτσι χάνουν την σημασία τους οι λέξεις.

1.
«Το ΠΑΣΟΚ είναι εγκληματική οργάνωση με την ευρεία έννοια» λέει η αντιπρόεδρος της Βουλής.

2.
Φωτογραφίζει ως εγκληματική οργάνωση τον Ολυμπιακό ο Πρετεντέρης…

3.
Σε λίγες μέρες, με την σειρά της, θα γιορτάσει τα… σαράντα της η Νέα Δημοκρατία, το αντεθνικό αυτό μόρφωμα – εγκληματική οργάνωση που δρα υπό τον μανδύα πολιτικού κόμματος.

4.
Μία άλλη “εγκληματική οργάνωση”, την ίδια ώρα άφηνε άφωνο τον πλανήτη με εξωπραγματικό 7-1 σε ημιτελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου. Διότι αυτό που έκανε η Γερμανία στην Βραζιλία δεν είναι κάτι που δεν έχει γίνει ΠΟΤΕ στο παρελθόν, αλλά κάτι που δεν θα γίνει ΠΟΤΕ και στο μέλλον.

5.
Η εγκληματική οργάνωση του Σύριζα διαθέτει υπόδικους για κακουργήματα (Σταθάκης, Μητρόπουλος), δε λέει λέξη για το έγκλημα στην Μαρφίν, ενώ ο ίδιος ο Τσίπρας υπερασπίζεται προσωπικά τρομοκράτες της ομάδας Μαζιώτη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφραση (κυρίως στο τάβλι), όπου ο λέγων περιπαίζει την απίστευτη κωλοφαρδία του αντιπάλου του, ο οποίος αν και βρισκόταν προ ολίγου σε δυσμενέστατη κατάσταση, βγήκε και «καβάλα» με το ζάρι που έφερε.

Η έκφραση ακολουθεί το σχήμα λιτότητας, δηλαδή πλήρως σημαίνει «είσαι τόσο τυχερός, σα να πέφτεις από το ύψος της Ακρόπολης – σαν το Μιμίκο και τη Μαίρη – και όχι μόνο να μην παθαίνεις τίποτα, αλλά να βρίσκεις και παρατημένο πορτοφόλι γεμάτο λεφτά»!

(Πλακωτό):
-Το αφήνεις διπλό;
-Όχι, άμα φέρω τις εξαιρετικές (εξάρες) μου, πώς θα τις παίξω;
-Κοίτα, σου ‘χω κλείσει με πόρτες όλο το σπίτι, έχεις δυο πούλια στη μαμά, τα’ χεις μαζέψει όλα στον άσσο, εξάρι δεν έχεις, σου το ‘χω αφήσει ανοιχτό να φέρεις εξάρι μονόβολο να πιάσω μάνα, έχεις φέρει πενήντα ζαριές κι ούτε ένα έξι, τι περιμένεις; Ούτε ο Ρωχάμης με το Σεχίδη δεν το παίζουνε!
-Εξάρια!!! Αλεού μπόιλερ! Θα μαζέψω και πρώτος που ‘μαι και ψημένος!
-Αγόρι μου, πέφτεις απ’ την Ακρόπολη και πιάνεις πορτοφόλι! Ρε, με ποιους παίζουμε και χάνουμε...

Ταβλαδόρικα και παραταβλαδόρικα: άνοιξε το τριώδιο, απλώνω τραχανά, ασσόδυο, αυτό πώς θα το παίξω;, γεννηθέντα και παθόντα και ταφέντα και πλακωθέντα, γκέλα, γκιουλ, δίνει πλάτη για τάβλι, δυόδυα, έλα στον θείο τον Ηλία πο' χει όλα τα εργαλεία, εξαίσιο, εξάπαντος, έξι δύο τα αλλότρια, έχω φέρει σήμερα;, θα σου βγάλω νεραντζάκι, θα σου πάρω την πίεση, και κουλούρι και τυρί, και σκατά, κατσίκι, κι ένας δάσκαλος αγάπησε μια φτωχιά και την πήρε, κοκορέτσι, μακαρόνι, μάνα, με ασσόδυο δε γάμησε κανείς, μπαρμπούτι, μπαρμπουτιέρα, ξίδι, ούτε στο Γεντί Κουλέ δεν το παίζουν / δεν το παίζει ούτε ο Ρωχάμης, παιδί, πάλι ντόρτια ήφερα, παραμάνα, παραπάνω από διπλό δεν πάει, πέφτεις απ’ την Ακρόπολη και πιάνεις πορτοφόλι, πλακωτό, ποδήλατο ξέρεις;, ποιος Θανάσης;, πολύ τα κουνάς, ρίχνω παχιές, ροντέο, σα δάσκαλος, σαν να τον χτύπησε η Παναγία με το τάβλι, σκακαδόρος, σουβλάκι, σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα, σώγαμπρος, τα ζάρια στον μάστορα, ταβλαδόροι, ταβλαριέμαι, ταβλιάρης, ταβλομάχος, τέντζερης, τετράδυο, τις έχεις, τούρκοι, τριήρεις / τριήρης, τσολιάς, φουνταριστός / μπάτσος / βατσιμάνης, χασσόδυο, χατζηπετρής, χύνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified